Δυο τρυγονάκια ήτανε…
(Lady Gaga, Alejandro)
…πολύ αγαπημένα, και πέρασε ένας κυνηγός, και σκότωσε το ένα… έλεγε ο Λάμπρος Κωνσταντάρας και τον θυμήθηκα βλέποντας τα αντιπαθητικά βρωμόπουλα που έχουν έρθει στο μπαλκόνι μου και μάτσα-μούτσα μάτσα-μούτσα σ’ ένα άδειο κασπώ. Έχω κατεβασμένη τέντα. Πού το είδανε αδέρφια μου, αλήτες, πουλιά το κασπώ και μου κουβαληθήκανε; Την έχει σπιτώσει αυτός τη χοντρέλω, και τον έχει στην τσίτα, τον λαδέμπορα, καθότι μάλλον της ρίχνεις πολλά έτη ο -επίσης -κωλοχοντρός. Το τι κάθεται στο ένα πόδι, κυριολεκτικά και μεταφορικά, ο γύφτουλας, δε λέγεται. Τη χτενίζει, τη χαιδεύει, “ναι μανίτσα μου”, “όχι να σου ορκιστώ ούτε που κοίταγα”, συνέχεια. Απ’ τις έξι το πρωί αρχίζει η μουρμούρα.
Θέλω να πετάξω ένα παπούτσι, να πω σκάστε ρε, αλλά έλα που είμαι φιλόζωος ψυχή, και παρ’ όλο που τα βρωμόπουλα αυτά είναι καταστροφή, δεν μπορώ να τα κάνω ψητά και παραγεμισμένα! Εντωμεταξύ, πέρυσι το φθινόπωρο, ερχόταν ένα ηλίθιο και καθότανε, ούτε που σπάραζε που μ’ έβλεπε, τύπου “τι χαμπάρια θείτσα;” Λέω θα το διώξω με εντυπωσιακό πλην φιλόζωο τρόπο. Παίρνω το λάστιχο και ρίχνω διακριτικά νερό προς το μέρος του, λέω θα το αντιληφθεί το υπονοούμενο. Αυτό βολεύτηκε λίγο καλύτερα στο κάγκελο, με κοίταξε πουλίσια και πλαγίως, και ξανακοίταξε μπροστά, “πίσω μου σ’ έχω σατανά, ρε σείς η θείτσα με γουστάρει”. Λέω μισοπεθαμένο είναι το έρημο, αλλά έχω όλα τα δίκια με το μέρος μου, του ρίχνω νερό τη δεύτερη μέρα. Με ξανακοίταξε, …κι έκανε ένα βήμα πιο κοντά. Σου λέει “με δρόσισε και φύγανε και οι ψείρες χωρίς να σηκώσω το ποδάρι μου να ξυστώ.”
Περιττό να σας πω ότι ερχότανε πλέον καθημερινά, και μου ‘φερε κι έναν άλλο. Μου φαίνεται ότι το περιμένανε το πλύσιμο. Τόσο, που ώρες-ώρες νόμιζα ότι ο ένας το ‘γραφε στο κορμί του αλλουνού “θέλω πλύσιμο” σαν Χιουντάι μοντέλο του ’70 παρατημένο σε αλάνα. Τελοσπάντων, φύγανε με κόπους και βάσανα τα “χιουντάι”, τώρα έχω τον λατίνο εραστή, που απορώ πώς πετάει τόσο χοντρός που είναι!!! Αυτή δε όλο μέσα στο κασπώ, φαίνεται μόνο η άκρη της ουράς -την οποία σφόδρα επιθυμώ να αφήσω χωρίς πίπουλα…Δε θέλω να γίνω το τέραν της Φωκίωνος Νέγρη, αλλά όταν ο φαλακρός, χοντρός βοιδέμπορας κάθεται στην άκρη του κάγκελου φουντωμένος, με κοιτάει και χέζει αργά κλείνοντας τα μάτια, παρακαλάω να ‘χα ακόμα τη σφεντόνα, και να μην την είχα πετάξει όταν χάλασε το λάστιχο.