Είπε Σαλλλλονίκη
(Mystery Train, The Paul Butterfield Blues Band)
ένας φίλος και θυμήθηκα την τελευταία φορά που πήγα, ήμουν μια σχεδόν μητέρα, ήτοι το παιδάκι ήταν ακόμη εντός και επί τα αυτά. Όθεν είχα κάτι λιγούρες ανεξέλεγκτες. Πήρα λοιπόν το τραίνο, και είχα μαζί μου δύο μήλα και μια μπανάνα συν μπουκάλι νερό, να φάμε υγιεινά εγώ και το μωρό. Στο δρόμο όμως, αφού τα ‘φαγα όλα αυτά, μ’ έπιασε λύσσα. Λέω θα πάρω ένα μπισκοτάκι να μου περάσει η λιγούρα. Τελοσπάντων, ένα πακέτο από δαύτα αργότερα, κόντευα να φάω τη σκευοφόρο απ’ την πείνα.
Νά σου και μπαίνει το γκαρσόν και λέει: επιθυμάει κανείς να φάει; όχι του είπανε όλοι, κόντεψα να του χουμήξω εγώ και να κολλήσω σαν το χταπόδι απάνω του μέχρι να γυρίσει απ’ την κουζίνα. Είπα όμως σεμνά, να δω τον κατάλογο; Μου τον δίνει και παραγγέλνω φρικασέ (σε τραίνο!!!;), σαλάτα, ψωμί, δεύτερο πιάτο, γλυκό, αντίδωρο, ό,τι είχε τελοσπάντων, τρώω, λέω εντάξει, δε θα φάω άλλο για σήμερα, φτάσαμε, πάω ξενοδοχείο, με είχε πιάσει μια πείνα, λέω καλά, ένα τοστάκι μη λιποθυμήσουμε. (Ξέχασα να πω ότι το γκαρσόν στο τραίνο με ξεσκόνισε, μου κουβάλησε τις βαλίτσες, και γενικά με είχε στα ώπα-ώπα, για προφανείς λόγους.) Παραγγέλνω ένα κλαμπ-σάντουιτς, μια σοκολάτα, μια σαλάτα σεφ, τα τρώω, λέω ωραία, τώρα στανιάραμε. Πάω βλέπω την παράσταση, με πιάνει μια λιγούρα, λέω ας δω τα διανυκτερεύοντα μεζεδοπωλεία, παίρνω λοιπόν, μια μικρή πίτσα (εννοώ 4 μεγάλα κομμάτια), μια σαλάτα, μια πατάτες τηγανητές, ένα φρούτο, και ένα σαντουιτσάκι, μήπως και το χρειαστώ ξημερώματα και δεν έχει ανοίξει η κουζίνα στο ξενοδοχείο.
Τα τρώω, το πρωί, όρμησα στο μπουφέ, να οι μαρμελάδες, τα μέλια, οι σοκολάτες, τα αυγά, ξερνάγανε οι διπλανοί. Με σκούρο γυαλί, καθότι ξενύχτησα τρώγοντας την προηγούμενη. Μέχρι την Αθήνα την επομένη, μασούλαγα. Το κουλό της υπόθεσης, είναι ότι είχα πάρει μέχρι εκείνη τη στιγμή δύο κιλά όλα κι όλα, και πάω στο μέγαρο για συνέντευξη Τύπου. Λέω δε θα φάμε τίποτας εδώ μέσα το φελέκι μου; Η κοιλούμπα δε φαινότανε, ελάχιστα. Και να ‘χω μια δημοσιογράφα, όνομα δεν θα πω, να μου προξενεύει το γιο της. Εγώ να σιχτιρίζω, να κάνω και πλάκα, να κοιτάω και κατά το μπουφέ, κι αυτή εκεί. Της λέω λοιπόν, αχ, καλός μου ακούγεται αλλά σε τέσσερεις μήνους γεννάω, πρώτα ο Θεός, μια άλλη φορά. Ακόμα αλλάζει πεζοδρόμιο άμα με βλέπει. Τελοσπάντων, φάγαμε -ευτυχώς. Καλός μπουφές, εγώ βουνό είχα κάνει στο πιάτο: και πατάτες, και μακαρόνια, και σαλάτα, και λαχανικά, και κρεατικά και ψαρικά, και τυριά, και τρουφάκια σοκολάτα. Μόνη μου έφαγα, οι υπόλοιποι με κοιτάζανε.
21 Μαΐου, 2009