ΝΑΤΑΣΣΑ ΧΑΣΙΩΤΗ
Ιστορίες από εκλογές
(Ζαμπέτας pot pourri)

Πώς έλεγε ο Ζαμπέτας, ιστορίες από έρωτες, έτσι λέω εγώ, ιστορίες από εκλογές. Έλαχε λοιπόν το 1996 νέα και ωραία, με διορίσανε δικαστική αντιπρόσωπο στην Καισαριανή.

Μου λέει φίλος και συνάδελφος, ωχ! την έκατσες, η Αθήνα έχει 99 υποψήφιους για κάθε κόμμα επί διπλές εκλογές (Ευόρπη και ιθαγενείς), γ…έ τα, θα ξημερώσεις. Κλαψ κλαψ λυγμ, κάθομαι και γράφω τη χαρτούρα, τα βασικά μέχρι τσι δύο το πρωί, να ‘χω κάτι έτοιμο, και κατά τσι πέντε, ξυπνάω να πάω στη λαχαναγορά, παρντόν, στις εκλογές, καθότι έπρεπε αν πιθεωρήσω το τιμήμα πριν αλέκτωρ λαλήσει τρεις και το αρνηθώ (εγώ περαστική ήμανε, δεν γνωρίζω τον υπουργό εσωτερικών και διοίκησης, σταυρώστε τον τον κιαρατά). Τελοσπάντων, πίνω καφέ, κάνω ενδοφλέβια καφείνη, πίνω εσπρέσσο, ελληνικό, ό,τι κυκλοφόραγε σε γκαϊβέ, και παγαίνω, αφήνοντας τον σύντροφό μου να κοιμάται (τον κλώτσησα πριν βγω, για να σιγουρευτώ ότι δε θα κοιμάται και τόσο πολύ, επίσης άναβα φώτα, έκανα θόρυβο, άνοιγα ντουλάπες κ.ο.κ., από ζήλεια και ποταπά ένστικτα και μόνο.) Πάω στην Καισαριανή, λέω να επιθεωρήσω το στράτευμα, είχε φαντάροι ακόμα τότε, είχε πάρει και ο πατέρας μου τηλέφωνο την προηγούμενη για να κάνει πλάκα, και μου ‘πε “αύριο έχεις την εκτελεστική εξουσία και φαντάρους, να κάνεις ένα πραξικόπημα χαχαχαχα”. Τι να πεις, δε μας έφτανε το ξενύχτι μας, είχαμε και τους ανιόντες να γελάνε εις βάρος μας.

Με βλέπει μικρή ο επιστάτης και οι λοιποί, σου λέει καλά θα γελάσουμε, του σφίγγω μια πενθήμερη και τη γραβάτα ίσια και να ξυρίζεσαι, κομένα τα χαμόγελα και τα κολλητηλίκια, και του λέω: τουαλέτα μόνο άμα δώσω άδεια (που δε θα δώσω), φαγητό μόνο όταν πεινάσω εγώ (που έχω κάνει χορό και έχω ασκηθεί στην εγκράτεια), και κομματικοί εκπρόσωποι να μη μου τα ζαλίσουνε γιατί θα γαμηθούμε στις ενστάσεις και θα σας πάω σερί μέχρι το ξημέρωμα, και να ξέρετε ότι εγώ έχω αυπνίες και στα παπάρια μου, εσείς θα φτύσετε αίμα. Μα…, πήγε να πει, μου του είπα, και λέω πού είναι τα κοπρόσκυλα εφορευτική επιτροπή και λοιποί; Δεν ήρθανε λέει, έχουμε αναφορές, ότι ούτε εφορευτικές, ούτε δικηγόροι, ούτε κανένας, έχει αποχή και προβλήματα παντού. Λέω όποιος έρχεται, δε θα φεύγει, αναπληρωματικός ή ότι να ‘ναι, αν δεν έρθει να με χαιρετήσει πρώτα. Να ΄σου και δέκα λεπτά πριν ανοίξουμε, φτάνει ένα καλόπαιδο με κόκκινα μάτια, γύρευε τι είχε πιεί και καπνίσει, και λέει, μου ‘πανε ότι με θέτε, τι με θέτε; Του λέω, τις ει; Αναπληρωματικός και από πάρτυ, δε στέκομαι στα πόδια μου, πάω για ύπνο. Του λέω, η πατρίς ευγνωμονούσα, πλύσου, πιες καφέ και παλουκώσου, δεν πας πουθενά, γιατί αν φύγεις δε θα πας για ύπνο, θα πας εισαγγελεύ.

Μούτρα…μούτρα…διαμαρτυρίες…λέω μη μιλάς γιατί θα κάνεις διπλοβάρδια. Εξετάζω κατάλογο με μέλη επιτροπής, βρίσκω κι έναν άλλο, πάρτε τον τηλέφωνο να ‘ρθει. Μα είναι αναπληρωματικός, μου λένε. Λέω πάρτε τον, για να μη μας πάρει όλους και μας σηκώσει, πρωινιάτικα. Έρχεται σε μισή ώρα, σιδηρουργός το επάγγελμα, έκτοτε γνωριστήκαμε, μου έφτιαξε και ωραιότατα κάγκελα στην πολυκατοικία πέντε χρόνια αργότερα. Εξαιρετικό παιδί. Κάναμε θηριώδεις εκλογές, από δουλειά, οι τρεις μας. Τα κομματόσκυλα απέναντι κοιτάγανε να βρούνε ελάττωμα, είπανε κιόλας να σας βοηθήσουμε δε θα προλάβετε, λέω όχι, θα προλάβουμε, προτιμάω να μείνω ακατούρητη, αλλά παλουκωθείτε και μη μιλάτε. Επίσης, απαγορεύονται κονκάρδες, σήματα, διαφημιστικά κομμάτων και διακριτικά για να μην αναμοχλεύουμε μίση και πάθη, είπα και ελάλησα και μη με ζορίζετε. Κάναμε όλη μέρα δεκαπέντε λεπτά διάλειμμα για φαί, με βρίζανε υποθέτω μέσα τους, τελειώσαμε -μόνο τρία άτομα, το τονίζω, δε φαντάζεστε για τι δουλειά μιλάμε- χωρίς καθυστερήσεις, ουρές, και ενστάσεις στις τρεισίμισυ το πρωί, άθλος πραγματικός, κι εγώ πρωτάρα. Πέρασα μετά απ’ τον κεντρικό δρόμο της Καισαριανής, είχε γραφεία δε θυμάμαι ποιό κόμμα, και φωνάζανε, η αντιπρόσωπος που έκανε τις εκλογές! και θέλανε να με κεράσουνε. Έπαθα τενοντίτιδα, άρπαξα κι ένα περιπολικό να με πάει στη νομαρχία, έκλεισα μέχρι να ηρεμήσω και να κοιμηθώ κάπου τριάντα-τόσες ώρες αγρύπνιας, αλλά μιλάμε ήταν απίστευτη εμπειρία. Είχεεπαναληπτικές την επόμενη Κυριακή, αλλά καμία σύγκριση με την προηγούμενη, τελειώσαμε τα μεσάνυχτα περίπου, και μέσα στην καλή χαρά. Τη δεύτερη φορά ήμουν επαρχία, τα ίδια παντελάκη μου από πειθαρχία, αν και τα πράγματα ήταν πιο εύκολα, με επιτροπές, και τα πάντα. Οι δυό φαντάροι απ’ έξω λοιπόν, δεν ήξεραν ότι ακουγόντουσαν, και μιλάγανε δυνατά. Ήρθε λοιπόν ένας από το παραδίπλα τμήμα, και λέει στον δικό μου, “πώς είναι ρε η αντιπρόσωπος; εμείς έχουμε έναν, πολύ άνετο, είμαστε χαλαροί”. “Άστα ρε μεγάλε, σκύλα! Ούτε για κατούρημα δεν πάμε, σκύλα σου λέω!” Έπεσε γέλιο μέσα, που πήγε σύννεφο.

Υ.Γ. Ο “άνετος” από δίπλα, τελείωσε έμαθα, τα ξημερώματα, λόγω λάθους στην καταμέτρηση και ενστάσεων. Εμείς πάλι, στις έντεκα παρά, χαιρετηθήκαμε και δηλώσαμε χαρά για τη γνωριμία…

Όλα τα κείμενα ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ