Περί αστακομακαρονάδας…
(Τα καβουράκια, Βασίλης Τσιτσάνης)
Το 1997 το καλοκαίρι, άκουσα για πρώτη φορά τον όρο “αστακομακαρονάδα”. Τον αστακό τον ήξερα καλά, σε πιό chic καταστάσεις. Εκείνες οι πιατελάρες ομως μου έφεραν εμετό ενώ είμαι οπαδός των οστρακόδερμων. Ήμουν στη Τζιά εκείνο το καλοκαίρι, και στο Βουρκάρι (πού αλλού;) ξεμπάρκαρε μια παρέα Ελληναράδων και παράγγειλαν το εν λόγω έδεσμα. Ο μαγαζάτορας από τη χαρά του που θα χρέωνε στην παρέα με τη μπλε βερμούδα τα πατούμενα σκάφους και τα άσπρα-μπλε πουλοβεράκια στις πλάτες (αλλά και τις χοντροκομμένες φάτσες και τις σκυλο-συνοδούς) τρεις φορές απάνω την αξία του δαγκανιάρικου θαλασσινού, ξέχασε να σερβίρει το υπόλοιπο μαγαζί, τύπου διαταγή στο τρίτο σφουγγαρόπανο του μαγαζιού “τράβα Θανάση να δεις τι θέλουνε”, κι ο κώλος του είχε γίνει κεφάλι και το κεφάλι πισινός απ’ τις υποκλίσεις. Κι η απόδειξη, αν δεν ήτανε οχτώ φορές απάνω (να βγάλει δέκα φορές το ΦΠΑ) και απαραίτητη για να μπει στις “εταιρικές δαπάνες” της ρεμούλας (να φαει το γυναικάκι το ξέκωλο για να καθίσει του γέρου -καθώς και σε καμιά εικοσαριά άλλους ταυτοχρόνως), δεν ερχόταν καθόλου, μόνο ο λογαριασμός στο λαδο-μπλοκάκι του μαγαζιού (Ψιθύρισμα στο αυτί του “μεγάλου” της παρέας, “Ναι κύριε Τέλη μου, ξέρω αφού το χρειάζεστε, ναι…σας ευχαριστούμε πολύ, μην ανησυχείτε για τίποτα, θα το φροντίσω εγώ”. Σφαλιάρα στο Θανάση, “φέρε Σατώ Εσπεσντυκώλ” 1730.) Σιχάθηκα το όλον, αλλά άρχισα από τότε να σκέφτομαι ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Τα ζούσα και στα εκδοτικο-μηντιακά αλλά και στα φεστιβαλικά τι σήμαινε φούσκα και φύκια για μεταξωτές κορδέλλες που οι αφελείς πλήρωναν για να βλέπουν να τις φοράνε οι επιτήδειοι.