La Souvlakerie
(La Sousourela, La Sousourela)
(Quizas, quizas, quizas, Pink Martini)
Πάλαιψα, να το πω, να μην το πω, αλλά θα το πω: πήγα με φίλη κολλητή για reunion την κυριακή στο σουβλακάδικο Σκουφά και Ομήρου, της είπα μη φας θα ‘χουμε γλαρόσουπα, έλα και τι σε νοιάζει θα είμαι πλερώνων και κερνών, είναι σειρά μου, της έταξα λαγούς εμ πετραχήλια από φαί, νάτη και αρριβάρησε. Παραγγείλαμε, λέω εγώ, θα κάνουμε υγιεινό τον σούβλακο, φέρε παιδί χόρτα, φέρε και φάβα, φέρε εδώ να βοσκήσουμε.
Δίπλα μας καθόσαντε μια παρέα ξυνισμένων, κατά πώς τους ερμήνευσε η φίλη, πρώην μετριοστελέχη αρπαχτοεταιρείας που έκλεισε, πήραν τον ουρανό με τ’ άστρα στο ξιπασμένο, όχι χόρτα (το ξαναλέω) σαν εμάς. Αφού φάγαμε και μας αγριοκοιτάγανε οι ξιπασμενοξυνοί επειδής μάλλον μιλάγαμε σε βαριά αργκό, και σου λέει μην ακούσουνε οι κυράδες μας και δεν κάνει, που είναι αθώα κορίτσια (τουλάχιστον έτσι μου ‘πε η μάνα της άλλον από μένα και τον πληθυσμό της Δώθε Παναγιάς στο Ατσαλοβούνι δεν είχε γνωρίσει), λέω στην κολλητή “τα θες τα υπόλοιπα χόρτα μωρή ή να τα φάω μην πάνε χαμένα θα τα πλερώσω κιόλας”; “Φάτα”, λέει αυτή. Ανακατεύω να δω πόσες πηρουνιές μείνανε, βάζω μια στο στόμα, κοιτάζω να πηρουνιάσω τη δεύτερη, και βλέπω κατιτίς που δεν έμοιαζε με χόρτο να ‘χει ξεμείνει στον πάτο τςη πιατέλας.
Λέω ευτούνο, πράσινο είναι, χόρτο ΔΕΝ είναι, στριφογυριστό είναι, χόρτο ΔΕΝ είναι, ποδάρια έχει, άρα χόρτο ΔΕΝ είναι, με κοιτάει και έχει σηκωθεί όρθιο και παρακαλάει “μη με φας” (ωχ Παναγιά μου έχω παραισθήσεις!), άρα χόρτο ΔΕΝ είναι, καλέ πήρε τα μπογαλάκια του και φέυγει, άρα χόρτο -είπαμε!- ΔΕΝ είναι. “Μαρή”, λέω, “κάμπια στο πιάτο”. Και συνεχίζω “θα τους μπιπ τον μπιπ γιατί ο μπιπ έφρε το μπιπ πιάτο με το μπιπ το πράσινο μέσα.” Παιδί, φωνάζω. Έρχεται, ο ευγενικός, σερβιτόρος. Περικαλώ μαντάμ. Λέω, παιδί μου, τι είναι ετούτος ο σαλίγκαρος; Γίνεται κόκκινος και λέει α συγγνώμη, αρπάει το πιάτο πριν φωτογραφήσω το σκώληκα και εξαφανίζεται.
Ξανάρχεται μετά πεντάλεπτο, λέγοντας “μας συγχωρείτε, αυτά…συμβαίνουν, (χαχαχαχχαχα!!!) να σας κεράσουμε ένα γλυκάκι”. “Μάνατζερ έχει το κατάστξμα;” λέει η φίλη. “Για πες του να ‘ρθει” λέμε εν χορώ. Του λέω: “να σου πω, αυτό το άθλιο πράγμα που συνέβη πώς το δικαιολογείτε;” “Συμβαίνουν αυτά”, συνεχίζει την πολιτική του κώλου ο μάνατζερ. “όχι”, του λέμε, “δεν συμβαίνουν, διότι τρώμε και αλλού χόρτα και σπίτι μας, και δνε συμβαίνουν.”
Κοιτάει αυτός. Του λέω: “Άκου, να πας να διώξεις το βλάκα που τα πλένει γιατί θα στο κλείσει το ρημάδι, και θα μείνουν 20 άνθρωποι στο δρόμο, συν τη μιζέρια που για άλλη μια φορά έγινε της αρπαχτής.Αυτό το πράγμα που ευτυχώς έβρασε, και ευτυχώς δεν το φάγαμε, δεν ξέρω αν φάγαμε κανά συγγενή του, είναι μεγάλη γκέλα για το μαγαζί, και θα έχω τη διάθεση να σας φέρω το υγειονομικό.
Δεν θα το κάνω, αλλά θα σας βγάλω στο μπλογκ και στο FB για να σας μάθει ο κόσμος τι είσαστε.” “μου, σου, του” ο τύπος, και τελικά με ύφος αυτοθυσίας μας είπε να μην πληρώσουμε για το φαί. Θα έπρεπε να το είχε πει απ’ την αρχή, θα έπρεπε να μας είχε κεράσει κρασί, λικέρ, γλυκό, καφέ, να είχε στρώσει κόκκινο χαλί κ.ο.κ. Και σε όποιον πελάτη το πάθαινε βεβαίως. Όχι να τον βρίζω ένα τέταρτο και να το κάνει ως…θυσία. Το στέκι της κάμπιας έπρεπε να λέγεται. ή Το καμπιοζούμι (Beetlejuice, πολύ Τιμ Μπάρτον βλέπουνε). ή Οι 4 κάμπιες. ή Fear Factor. ή (στο κυριλέ γαλλικό) Les Chenilles ή chez Chenilles ή Το κουτούκι με τις κάμπιες. ή (λόγω κεμπαπιών) Κάμπια Κουτούκ. ή Φάτε μάτια κάμπιες κ.ο.κ.