ΝΑΤΑΣΣΑ ΧΑΣΙΩΤΗ
Η μού(ν)τζα
(Χίλια περιστέρια, Γιώργος Ζαμπέτας)

Ως γνωστόν εγώ τα δίκαια του εργάτη, του αγρότη, του φοιτητή τα σέβομαι, αλλά κυρίως σέβομαι τα δικά μου, που δεν είμαι μέλος καμμιάς από τις προαναφερθείσες κατηγορίες πολιτών. Διέσχισα λοιπόν προ διημέρου τη Βασ. Σοφίας και αφού πέρασα με κόκκινο όπως όλοι (ξεκινάς με κόκκινο κάνοντας τον τροχονόμο και τάχα μου δήθεν λέγοντας ευχαριστώ, ευχαριστώ λαέ μου, στους αυτοκινητούχους που θέλουνε να βγουν με φόρα απ’ την Παπαδιαμαντοπούλου, και τους την κόβεις μαχαίρι, και μέχρι να φτάσεις, σε πιάνει το πράσινο, που όταν ανάψει είναι σήμα να έρχονται με μεγαλύτερη ταχύτητα τα αυτοκίνητα απ’ ότι πριν που ήταν κόκκινο για τους πεζούς), ανεβαίνω στην Παπαδιαμαντοπούλου, και κατηφορίζω στο απέναντι πεζοδρόμιο από της εθνικής λαϊκής σταρ Ντενίση, με προσοχή μη μου ‘ρθει κανά ταλέντο, καμμιά ερμηνεία, κανένας ρόλος από έργο κατακέφαλα καθώς περνάω απ’ έξω απ’ το ναό της θεατρικής τέχνης, και ευτυχώς γυρνάω από ένα θόρυβο προς τ’ αριστερά, και βλέπω έναν με μηχανάκι, απά στο πεζοδρόμιο, σχεδόν επάνω μου. Τον κοιτάω θανατηφόρα, γιατί δεν είχα και την καλύτερη διάθεση, ήρθε κι απόγινε, και του λέω “ωραία, μπράβο, είσαι παράνομος, είσαι στο πεζοδρόμιο, θες και προτεραιότητα, και πας να μας σκοτώσεις!!!”

Μουρμουρίζει “συγγνώμη, συγγνώμη, συγγνώμη”, συνεχίζω το δρόμο μου, λέγοντας “αν είχε μπάτσο το κέρατό μου θα σου ΄λεγα εγώ μπιπμπιπ μπιπ” και άλλα σχετικά, αλλά παρά τις συγγνώμες και το βρισίδι, η τσαντίλα δε μου περνάει γιατί είχα κινδευνέψει, και γυρνάω και του ρίχνω μια μούτζα. Μένει σύξυλος, και λέει χαμηλόφωνα “ναι φασκέλωσέ μας τώρα, ωραία, μπράβο, ναι, με φασκέλωσες”, ενώ εγώ φεύγω μεγαλοπρεπής. Καθώς προχωράω, αντιλαμβάνομαι ότι έκανα μια αρχαϊκή χειρονομία, άλλων εποχών, που την καταχάρηκα, και που είχα να κάνω από τότε που στα πέντε μου κατέβηκα μετά από παρακάλια να παίξω στο δρόμο με τον Τασούλη, την Ποπίτσα, την Ελενίτσα, την Χρύσα και άλλα παιδάκια, και όταν γύρισα, σε ερώτηση της μητέρας μου “και πώς πέρασες σήμερα;” “καλά ευχαριστώ”, “σου έλειψε η μανούλα;” “πώς αμέ, πέρνα καμμιά μέρα που θα λείπω να πάρουμε ένα τσάι”, “θες να ξαναπάς;” “με τα χίλια, ασφαλώς, ναι”, και “τι ήταν αυτό που έμαθες και σου άρεσε;” είπα “κοίτα μανούλα, πάρε πόζα, κάνε ένα βήμα πίσω και σου ‘ρχεται”, και της έριξα μία μούτζα…μα τι μούτζα! Έπαιζα βεβαίως στη βεράντα για το υπόλοιπον του έτους, αλλά εγώ δεν είχα καταλάβει ότι ήταν κακό και προσβλητικό, καθότι στην παρέα την περάσαμε μουτζωνόμενοι μέχρι να επιτύχουμε τη σωστή κίνηση υπό την καθοδήγηση των πιο έμπειρων παικτών.

Καθώς περπατούσα, και σκεφτόμουν τις ισχνές διαμαρτυρίες του τύπου με το μηχανάκι, και τη φασκελάρα που έφαγε, με πιάσανε τα γέλια, (θέαμα στο δρόμο), και μετά έγινε πιο σουρεάλ, γιατί λέω σκέψου να πάμε δικαστικά και να τον λένε Σπανοβαγγελοδημήτρη Νικόλα του Νικόλα, κι εγώ με λεοπάρ σκουφί να λέω “Να πληρώσουμε Νίκο μου, να πληρώσουμε και να φύγουμε, να φύγουμε!” Από κει και πέρα η φαντασία κάλπασε μακριά, τι να σας λέω…

Όλα τα κείμενα ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ