Στο αεροδρόμιο Ελ. Βενιζέλος
(I’ m a believer, Neil Diamond)
Πήγα να παραλάβω αφικνούντα απ’ το εξωτερικό, και καθώς περίμενα στις αφίξεις με το αρκουδάκι και το μπαλόνι Welcome to Greece απ’ τη μια και τα τσικουλατάκια Λεονιντάς απ’ το άλλο, αντιλαμβάνομαι ότι θα έχει αναμο(υ)νή. Λέω το λοιπόν ας παρατηρήξω ολίγον τι στα πέριξ, διότι η παρατήρησις ισούται με μήτηρ πάσης μορφώσεως.
Βγαίνανε λοιπόν στην πλειοψηφία οπαδές της Ελένης Μενεγάκη, κακοντυμένες, με ξασμένο/καμένο/πλατιναρισμένο μαλλί, στρινγκ, βύζο καταχωνιασμένο κακήν-κακώς μέσα σε σουτιέδες τρία νούμερα μικρότερους, και κολάν με τακούνι/πέδιλο με στρας και γενικά όσα ξεπούλησε η πουτίνκ Σούλα πριν ψοφοκλείσει ένεκα η κρίση. Βγαίνανε και κάτι ξεμεινεμένες μεγαλοκοπέλες που τα ‘χανε κάνει τα δικά τους στα νιάτα τους, και τώρα στα 60 ήτανε με μαύρο καλσόν, τακούνι και κοντό φλοράλ, κάτι σαν ιμιτασιόν Πούτσι, και στυλ Μαίρη Κουάντ, όπως επακριβώς στη μακρινή νεότητά τους. Κάτι σα γκρούπις τριάντα χρόνια αργότερα. Βγαίνανε και ελληνάρες με μουστάκα.
Κάνει όμως ρε παιδιά ένα ντου, και βγαίνουνε απανωτά μια ομαδάρα γερόντια, ο μικρότερος ογδόντα-φεύγα, που λες αυτούς άμα τους πιάσουνε στο τελωνείο, θα πάνε φυλάκα έτσι όπως κρύβανε πέντ’-έξι εγκεφαλικά έκαστος στη βαλίτσα. Τρόμαξα, λέω ασθενοφόρα έχει εδώ στην εξορία του Θεού που κάνανε το αεροδρόμιο; κι αυτό δεν ήθελε ένα ασθενοφόρο, το ΕΚΑΒ ολόκληρο ήθελε. Κι επάνω που λέω φύγανε τα ζόμπι, πλακώνουνε αρμαθιά οι γριές. Όλοι οι υπάλληλοι του αεροδρομίου σπρώχνανε καρότσια με γριές απάνω. Και δώστου σταυροκοπιόσαντε όλες που γλυτώσανε και οδήγαγε καλά ο πιλότος. Κοίταγες μέχρι μέσα στην αίθουσα αφίξεων, κι όσο έπιανε το μάτι σου, ήτανε στρωμένη με γριές. Και μετά ήτανε οι συνήθεις μαλάκες: που σπρώχνουνε τον κόσμο και φταρνίζονται για να σιγουρευτούνε ότι σε διώξανε, και τηλεφωνιούνται με το χάπατο το γιο που είναι μια πόρτα παραμέσα: -Ήρθα (λέει προφανώς το ντουβάρι). -Ήρθες; -Ναι. -Πού είσαι; Α…μέσα είσαι.
Ναι εμείς είμαστε έξω, θα μας δείς φάτσα-κάρτα μόλις βγεις. Λέω, μην έρθει το κοννέ μου πριν βγει το ζώο, θέλω να δω ποιόν περιμένει η μάνα με το ξασμένο μαλλί το πλατινέ και το κραγιόν στον κυνόδοντα και η γκόμενα η καρατσουλάρα με οχτώ στρώσεις ντουκόχρωμα και τα βυζιά όξω (όταν λέμε όξω, εννοούμε όξω). Είχε ξεχάσει και τη φούστα στο σπίτι. Αλλά δεν πρόλαβα να το δω, ήρθε το κοννέ και φύγαμε.
2 Οκτωβρίου, 2009