Είναι μπανάλ…
(Buffalo soldier, Bob Marley)
…να γράφεις για πολλοστή φορά για τη μίζερη εμπειρία της μέρας, but believe me my dear-dear readers, είναι έγκλημα κατά της ανθρωπότητας το ΒΡΩΜΙΚΟ ταξί! Κι όταν λέω βρώμικο, δεν εννοώ το συνηθισμένο που έχει κάθισμα σκισμένο και κολλημένο με μαύρη ταινία για την ηλεκτροπληξία, ούτε εκείνο που στη ράχη του καθίσματος έχει πιτουρίθρα, ούτε κι εκείνο που έχει ψίχουλα (πουλ πουλ πουλ) από σάντουιτς, ΟΥΤΕ και το άλλο (με τον Τοτό, το ξέρετε;) που έχει το ταψί με τη σπανακόπιτα που πήρε απ’ τη μάνα του κάνοντας μια “αβαρία”, αλλά βεβαίως ούτε κι εκείνο που βρωμάει τσιγαρίλα-ποδαρίλα, όχι, ούτε αυτό με το μπουφάν του οδηγού πίσω απ’ το κεφάλι σου. Εννοώ αυτό με τη μπόχα. Αυτό που μόλις μπεις αισθάνεσαι ότι έπεσε η δυνατότητα απορρόφησης αέρα των πνευμόνων κατά τουλάχιστον 12%. Ότι μικροσωματίδια αδιανόητης χολέρας καθίσανε σε πυκνότητα αιθάλης ανά μικρογραμμάριο που θα ζήλευε και απομεινάρι του ΚΤΕΛ από ταινία του ’60. Εννοώ αυτό που βγαίνεις και βρωμάς κι εσύ. Αυτό που βρωμάει σαν την ανθρωπίλα που πάλευε να κατακτήσει ο Grenouille στο Άρωμα, συμπυκνωμένη η αηδία της ανθρωπότητας. Κι ο μάγκας να μην ανοίγει -μην κρυώσει ο παλίκαρος- και σου ‘ρχεται απελπισία και ασφυξία και παρακαλάς να σου ‘ρθει και ξερατό να του το αφήσεις δώρο. Σαν το Χουντίνι κράτησα την ανάσα μου, ή σαν το φακίρη-θαύμα σε σόου της Κορομηλά. Ζήτημα αν πήρα δέκα ανάσες στη διαδρομή, ευτυχώς ήταν σύντομη. Βγήκα κι αλλού πάταγα αλλού βρισκόμουν απ’ τη ζαλάδα. Μπαίνεις σε ταξί και βγαίνεις λες και ψάρευες σφουγγάρια (αφού μου ‘ρθε να πω το Ντιρλανταντά), ή λες και ήπιες όλο το Βόσπορο. Σε βλέπουνε κι οι περαστικοί με την έκφραση αηδίας στη μούρη και τη χαρακτηριστική κίνηση λες και το Τζώνυ Γουώκερ φεύγει η μέρα έρχεται, πρωινιάτικα, και είναι το άλλο γαμώ το της υπόθεσης.