Πώς πέρασα το βράδι μου (γνωριμία και τραπέζωμα με άγνωστους μέχρι σήμερα φίλους μπλόγκερς ή πώς ειδωθήκαμε για πρώτη φορά)
(Don’t let me be misunderstood, The Animals)
χθες το βράδι οργανόθικαι μια σινεστίασι κοντά στιν πλατία καραϊσκάκι, όπου έχο πάι στο παρελθών σε μια γιορτί τισ ελλινόφονισ κυνότιτας Αγίον Σαράντα, εξετίας το ενδιαφέρον για τιν ενσομάτοσι τον αλλοδαπόν. (τστστσ).
το μέρος λεγόταν πίστες και ίταν θαβμάσιο, ρομαντικώ, με τραπεζάκια και αβλή σαν παλιός σινεμάς. βεβεός ακούγαμε στα μεγάφονα τι φοφό με τον ποπό, ποπό!, ένα τραγούδη που μισό και αντιπαθό, αλλά επιδί δεν ίμουν μόνη μου, δεν πηροβώλισα το ιχίο, φέρθικα πολύ καθοσπρέπει. το φαγιτό ίταν καλό και το πεδί που μας εξιπιρετούσε θάβμα. το άλλο θάβμα, ίταν που από τρις που δόσαμε ραντεβού, γίναμε χίλιοι-δεκατρίς, που λέι ο κύριος Θεοδοράκις, που ίταν εξορία λέι ο μπαμπάς μου, και ίχε φιματίοση. όμος για φιματικός, έχει ίδι ιπερβεί τις προβλέψεις ηλικίας, και μίπος ίτανε κόλπο του κουκουέ λέι ο κύριος Λάμπρος, ο φίλος του μπαμπά μου, που ίναι δεξιός. επίσης κάνει και συμφωνικά έργα, ο κύριος μίκις (που μικρί νόμιζα ότι θα έκανε μουσικί για τον γούντι τον τριποκάριδο, αλλά ίπε ο μπαμπάς μου “μα τι βλακίες λες;” και μου ξεκαθάρισε το θέμα), που ίσος να οφίλετε που τον βασανίσανε στιν εξορία και του έμινε ελάτωμα, και βάζει χοροδίες και μπουζούκια να πέζουνε ορατόρια και να τραγουδάνε κακοπλιρομένι τραγουδιστές, αλλά ας γυρίσο στο θέμα. όποσ τα ψάρια και τα ψωμιά γίνανε άμπρακατάμπρα χιλιάδες και χόρτασε ο λαός, έτσι κι εμείς οι μπλόνκερς γίναμε πολλοί και εξ αφτού -αλλά και λόγο που καθίσαμε σε πολλά τραπέζια στη σιρά- ίπιαμε στην υγιά τον νιόπαντρον, εφτυχός προλάβαμε πριν γίνει η ιταλική εισβολί και καλέσουν τον δημήτρη (παπαμιχαήλ) στο μέτοπο, και διακοπί ο χορός από το σιγκρότιμα άνο ραχούλας τυρνάβου, και πάι και η αλίκη στην αντίστασι.
αλήθια ίναι ότι γνόρισα εξερετικά πεδιά, όλα τους από σπίτι, δε θα εκθέσο εδό ανθρώπους και ονόματα εκτός από τους εκτεθιμένους όπος ο μάλερ@ που ίναι σούπερ και βέβεα ι εσθιματικί ιλικία που ίναι κούκλος και μίλιταντ, και άλλοι που δεν ξέρο αν θέλουν να πο ονόματα. ίταν και μια κυρία μεγάλις ιλικίας, που είχε ντιθεί ζοζό σαπουτζάκι, όπος ι ζοζό μετά τα 70 που ξαναζούσε στο μιαλό τις τιν εποχί που τα ‘τρωγε απ’ τους βιομήχανους -όποσ λέγανε οι φυλάδες. ι γριά-τανίλα (ή λεγότανε μια νίλα, ή μίπος τα μήλα;), ίρθε με σόρτς, και κρίμα γιατί τρόγαμε ορέα και μας κόπικε ι όρεξη μετά. μερικοί μάλιστα εκδίλοσαν σιμπτόματα βουλιμίας και ανορεξίας και ξεράσανε. παρεκτός απ’ τη γιαγιάκα με τα κοντά, το φλεβίτη και την κιταρίτιδα, όλοι ίτανε παιδιά εξέρετα. (διστιχός ίχανε όλοι τους από ένα φίλο χορογράφο και ακόμα πιο διστιχός χορογραφο που έχο κρίνι αρνιτικά, αλλά ας μιν κολίσο σε λεπτομέριες). έτσι πέρασα το βράδι μου, που έφιγα απ’ το σπίτι λέγοντας μη φάτε να με περιμένετε, και μετά επέστρεψα σαν τον παραλιμένο γιο στο επισόδιο ο Αστερίξ και οι δάφνες του κέσαρα, και πάο τόρα να βάλο το μπιζουδάκι απ’ του Τύφους του δουλέμπορου (όσοι διαβάσατε το τεφχος αφτό ξέρετε τι λέο), να μαγιρέψει τι συνταγή για τους ξενιχτισμένους και άιπνους.
Σέρνομε στα πατόματα, και κοιμάμαι αυτόματα.