ΝΑΤΑΣΣΑ ΧΑΣΙΩΤΗ
Παροχή υπηρεσιών…
(Let’s get the party started, Pink)

Εν Ελλάδι το 2013. Οι τιμές δεν πέφτουν, εκεί που πάν’ να πέσουν, να ‘τες ξυπνάνε από ‘ξαρχής και καταληστεύουν τα κορόϊδα. Το σέρβις όμως έχει πέσει κατακόρυφα. Έγραψα για το οικολογικό (χαχα!!!) ΙΤ, δεν έγραψα όμως για γνωστό καφέ στο οποίο προσεκλήθην από φίλη. Εκεί, ήρθε πελάτης τις (…) με κύων. Ο κύων ήτο πολύ χαριτωμένος, και μάλιστα, είχε βουτήξει ένα μαξιλάρι, στον εξωτερικό χώρο του οικολογικού, βιολογικού και ως εναλλακτικού προβεβλημένου καφέ, και του είχε αλλάξει τον αδόξαστο, επειδή βαριόταν, και το αφεντικό τουδιάβαζε εφημερίς.

Το σκυλί, υπούλως είχε υφαρπάξει το μαξιλάρι, το ‘χε βάλει κάτω, και το ξεπουπούλιαζε αργά, σταθερά και με ενθουσιασμό. Μη σας πω ότι χαμογελούσε κιόλας το άτιμο το ζωντανό. Κάποια στιγμή στο κυριλέ κατάστημα με τα μπλαζέ αρσενικά γκαρσόνια και τα φιλότιμα θηλυκά, αν ήμουν αφεντικό, τα αγόρια θα ‘χανε πάρει πόδι, μια κυρία, ειδοποιεί η μαρτυριάρα την γκαρσόνα ότι κύων τις διασκεδάζει τοιουτοτρόπως και μην είδατε το μαξιλάρι. Βγαίνει η κοπέλα ΠΡΙΝ ολοκληρώσει την παραγγελία μου, ένα ρημαδοκομμάτι κέίκ κι έναν καφέ, λέει στον κύριο να δώσει φόλα στον κύων μη δώσουνε φόλα στον ιδιοκτήτη του κύων, και αρχίζει να χαϊδεύει τον κύων. Αφού το χάϊδεψε το ζωντανό, μέχρι που αυτό άρχισε να δαγκώνει την γκαρσόνα αφού του πήρανε και το μαξιλάρι, μπήκε χαμογελαστή να ετοιμάσει την παραγγελία.

Λέμε μεταξύ μας οι πελάτες: “Θα πλύνει τα χέρια απ’ τον αξιολάτρευτο κύων;” Λέω εγώ, “ρε παιδιά, το δικό μου πιάτο είναι, αλλά τρέμω και δίνω απόδοση ένα προς τριάντα ότι δε θα τα πλύνει.” Όπερ και εγένετο. Για πότε εκτινάχθηκα ως τον πάγκο σερβιρίσματος, πήρα τα σχετικά που με αφορούσαν και γύρισα στο τραπέζι, δεν περιγράφεται. Η δε γκαρσόνα, το εξέλαβε ως πρόθεση να την ξεκουράσω -μη σας πω ότι απόρησε και λίγο… Έτερον παράδειγμα: “εμείς τώρα ανοίξαμε κυρία, και έχουμε Ελληνικά κρέατα, και έχουμε και μπιφτέκια που πλάθουμε (κουλουράκια) καθημερινά, φρεσκότατα.” “δε θέλω.” “Παρακαλώ να τα δοκιμάσετε.” “Δωρεάν;” “Χαχα, πώς τα λέτε…!” Πήρα ένα να δω τι σκ@τά…Ε…σκ@τά. Και λέω εκεί που έτρωγα, “τι ‘ν’ τούτο το άσπρο μπαχαρικό; Εντάξει, άσχετη από κουζίνα, αλλά τι να ‘χει πχιά ένας μπιφτέκης μέσα;” Το εν λόγω μπαχαρικό, είναι Ελληνικό, και λέγεται “τσόφλης”. Βάνεις το αυγό, βάνεις και τον τσόφλη, για έξτρα αζβέστιο. Κράτησα τον τσόφλη, και θα τον πάω πεσκέσι σήμερα στο χασάπη, να του πω τη γνώμη μου για τα εμπλουτισμένα μπιφτέκια που πουλάει -ακριβά. Θυμήθηκα μια φορά που πήρα από γνωστό “κυριλέ” σούπερ-μάρκετ φαί. Το πάω σπίτι, και ο μάγειρας είχε ξεχάσει μέσα το ποστίς. Παίρνω τηλέφωνο, μου λένε “έχετε το κομμάτι του φαγητού που ευρέθη η θριξ;” “Αχ,” λέω, “όχι, έκανα εμετό στη λεκάνη της τουαλέτας, δεν ήξερα ότι θα τα χρειαζόσασταν…” Σιωπή από το άλλο μέρος της τελεφωνικής γραμμής, λέει, “Μην έχετε την θριξ;” “Όχι,” λέω, “λυπάμαι, αηδίασα τόσο που πήγε όλο το φαί στη χωματερή να το φάνε τα γλαρόνια που δε νοιάζονται για τέτοιες λεπτομέρειες.” Εν ολίγοις, με δώκανε δύο οψιόν: να πάρω ένα άλλο ίδιο φαί “όχι ευχαριστώ, δεν θα επαναλάβω αυτή τη νεανική τρέλλα”, ή να πάρω το αντίτιμο. Έλαβα 2.34 ευρώ στο ταμείο. Ευχήθηκα να μην ξαναπροσλάβουνε τον Μπόζο με τη μαλλιαδούρα για μάγειρα, και έφυγα, περιέργως, σκεπτόμενη “πάρ’ τ’ αυγό και κούρεφ’ το.”

Όλα τα κείμενα ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ