ΝΑΤΑΣΣΑ ΧΑΣΙΩΤΗ
Το καλοκαιράκι
(Should I stay or should I go, The Clash)

Πάντοτε πίστευα ότι ήμουν καλοκαιρινός τύπος. Της εποχής της ελευθερίας, της ελευθεριότητας, των διακοπών στην ωραία χώρα μου. Δεν το πιστεύω πια. Μετά από σειρά μαύρων διανυκτερεύσεων σε καμαρούλες μια σταλιά ανά την επικράτεια, με κονσερβούλα μαρμελαδίτσα ληγμένη, που να είναι το κεράσι ένα μείγμα εκρηκτικό καταρχήν, υποβυσσινί χρώματος εν δευτέροις, πράγμα που θα επιβεβαίωνε οποιοσδήποτε ιατροδικαστής: το κονσερβάκι πόθανε από πολυκαιρισμό. Φέρει βαθουλώματα και εκδορές στην άνωθεν επιφάνεια, είναι φαιόχρωμο σα σκατά από κροκόδειλο Αργεντινής και το έξωθεν σκέδιο έχει μαραζώσει χρωματικώς.

Μάλλον είχε κάνει το σπίτι της οικογένεια μαμουνιών άνωθεν της συσκευασίας και τα ξεσπιτώσατε άρον-άρον να ταίσετε τους τουρίστες. Έπειτα, δεν μπορεί πρέπει ο δωματιούχος να είναι κακούργος, αλλιώς, ποιός θα διάλεγε μαρμελάδα ΚΕΡΑΣΙ για το πρωινό τ’ αλλουνού; Πέραν αυτών των μικρών και ασήμαντων, αυτό που με έχει εμβριθώς κάνει Τούρκο, πριν απ’ το γάτο του Μαχαιρίτσα, είναι η ευγνωμοσύνη που σύμπασα η ξενοδο-οικογένεκια απαιτεί από εμένα τον τουρίστα: να έχεις φτάσει βράδυ, παρεπιδημών, μετά από ένα ξερασοτάξιδο με το ωραιότατο καράβι “Άη-Σκυλοπνίχτη”, να έχεις κοιμηθεί τσάτρα-πάτρα (Ινδικό είανι αυτό; πώς λέμε “τσόπρα-τσούπρα”;) σε δωμάτιο που δε ζήτησες, να έχεις ξυπνήσει από ολόκληρο το πανιδολόϊ της περιοχής αναρωτώμενος αν ο κόκκορας-ξυπνητήρι θα ‘ναι νοστιμούτσικος κρασάτος και τα φτερά του καπέλο ινδιάνικο διά τας προσεχείς αποκριάς, και να ‘χεις να διαβείς πρωινιάτικο την αυλή για να φας τα προαναφερθέντα, με όλη την οικογένεια -ο καθένας στο πόστο του- και όλοι μαζί υπεύθυνοι που αισθάνεσαι σα δάσκαλος στην επαρχία το 1920, καθώς και για όλες τις μαύρες Καρυωτακικές σκέψεις που κάνεις πρωινιάτικα, τύπου “θάνατος είν’ ο πανδοχέας που πανδοχεύει ωσάν να καθάριζε κρεμμύδια”.

Δεν είμαι καλοκαιρινός τύπος. Σιχαίνομαι όλα τα άσχημα όντα που θεριεύουν με τη ζέστη: κατσαρίδες, κουνούπια, έντομα με βούλες, με πιτσίλες, άγνωστα τέρατα που Κύριος οίδε πώς ξέμειναν μετά από τόσα εκατομμύρια χρόνια, ζέστη, καρπούζια -που τα κόβεις και δε χωράνε ποτέ σε κανένα πιάτο, όσο κι αν έχεις αγοράσει την πιατελάρα, διότι ποτέ δεν είναι αρκετά στρογγυλή ή αρκετά οβάλ και στάζει ή σιγοσαπίζει παραπονεμένα κάποια άκρη του φρούτου, και το βρίσκεις πανιασμένο και κατσαρό όλο ζουμιά-, ροδάκινα που αν τα βάλεις στο ψυγείο η μετάλλαξη που έχουνε πάθει γκαγκανιάζει στην ψύξη και γίνονται σαν το βράχο του Γιβραλτάρ κι άμα τα βγάλεις όξω γίνονται πλισέ και καφέ μέχρι να πάρεις το μαχαιράκι στα χεράκια σου. Επίσης, ακούς τα τηλεοπτικά γούστα του γείτονα, τις συζητήσεις, “Τούλα, δυό πιάτα ακόμα και φύγε από μπροστά δε βλέπω γμτ”, τρως πλαστικό μουσακά, προτηγανισμένη πατάτα, και ρημαδοταχαμουγκουρμέ, που ειρήσθω εν παρόδω, έχω σιχαθεί να βλέπω χοντρούς και αδύνατους να μαγειρεύουνε νυχθημερόν στην ελληνική τηλεόραση. Δε θέλω να με χώνουνε σε καμαρούλα μια σταλιά για να βγει ένα έξτρα δωμάτιο με ημιμπάνιο που πλέον δε θα νοικιαστεί λόγω κρίσης, και μάλιστα με ένα αιρ-κοντίσιον κομμένο και ραμμένο για να τουρτουρίσει θωρηκτό ολόκληρο, πολλώ δε μάλλον τα τέσσερα τετραγωνικούλια του ξενοδοχο-δωματίου.

Έξτρα μπόνους η κουβέρτα και τα δόντια που χτυπάνε, αν δεν έχει πάθει πάρρεση μέχρι το πρωί ο τουρίστας, να του φτάσει η μασέλα στο αυτί (κι ο διάκος στο κεφάλι του ιδιοκτήτη). Θέλω πλοίο καθαρό, δωμάτιο με άπλα και εναλλακτικές επιλογές ψύξης-θέρμανσης, φρέσκια ρημαδο-μαρμελάδα, και καφέ που να μην είναι φακελλάκι με βραστό νερό της αρεσκείας του πελάτου δεξιά από τον φυσικό χυμό “Ξυνιώρα Βαρδουσίων” με έντονο πορτοκαλλί χρώμα και καθιζάνον παχύρευστον τι εις το εσωτερικόν. Δε θέλω θέα στο βουλκανιζατέρ του κυρ-Μήτσου, ιδίως αφού ζήτησα να βλέπω την απέραντη γαλάζια θάλασσα, διότι ουδέν ενδιαφέρον παρουσιάζει η ζυγοστάθμιση του “Λάντα”, επίσης όταν λέω να βλέπω τη ρημάδα τη θάλασσα, εννοώ να μην είμαι πάνω απ΄το μπαρ του νησιού, αλλά ούτε και η εναλλακτική να είναι να πιάνω μια υποψία γαλάζιου απ’ το μπαλκόνι του διπλανού που είχε καλύτερα p.r. έπιασε προνομιούχα θέση πάνω απ’ το μπαρ και απέναντι απ’ τη θάλασσα: κουφός, ναι, αλλά προνομιούχος…

(2014)

Όλα τα κείμενα ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ