Συννεφιασμένη Κυριακή
(Συννεφιασμένη Κυριακή μοιάζεις με την καρδιά μου, Βασίλης Τσιτσάνης)
Γιατί εφευρέθηκε η Κυριακή; Εκκλησία και εμπόριο δεν μπορούσαν να τα βρούνε κάπως καλύτερα;
Γιατί ο κόσμος να ‘χει πεθερικά;
Γιατί να χλαπακιάζουνε παραπάνω απ’ όσο μπορούνε τις Κυριακές;
Γιατί τρώνε κρέας και γενικά τερατώδεις ποσότητες την κυριακή;
Γιατί τρώνε όλοι μαζί αφού μισιούνται; Τι κολλεκτίβες είναι αυτές; Τι προλεταριοποίηση της οικογένειας; Τι κατ’ εικόνα των χριστιανικών κοινοβίων είναι αυτ’ες οι υποχρεωτικές συμβιώσεις;
Γιατί να ακολουθεί η κωλο-Δευτέρα;
Γιατί βαριέμαι σαν παλιόσκυλο; Γιατί βαριέμαι σαν παλιόσκυλο; Γιατί βαριέμαι σαν παλιόσκυλο αλλά δεν μπορώ να αφεθώ να γίνω χώμα όπως το παλιόσκυλο;
Γιατί κρυώνω; Γιατί με πιάνει εξ απαρχής μια παγωμάρα με τις Κυριακές; Γιατί θυμάμαι όμως τους απογευματινούς περιπάτους των γονιών μου όταν είχε ήλιο την Κυριακή το απόγευμα; Όσο εκείνοι συναντούσαν φίλους τις κυριακές, τόσο εμένα με πιάνει πανικός αν κάποιος με προσκαλέσει Κυριακή, το πιθανότερο είναι ότι τελευταία στιγμή θα το ακυρώσω όσο κι αν τους αγαπώ. Κάνει ιδιαίτερο κρύο τις Κυριακές. Μοναξιοκρύο, έστω κι αν είσαι με άλλους τριάντα. Διαβάζω πολύ και βλέπω πολλή τηλεόραση -ενίοτε- τις κυριακές. Γυρνάω σαν τον ιαγουάρο στο κλουβί, με τρόμο. Γκρρρααααααρρρρρρ!!! Ευτυχώς κάνει κρύο, αν είχε καλό καιρό θα μ’ έπιανε χειρότερη μουργελοβαρεμαροτσαντιλο-και γενικά.