ΝΑΤΑΣΣΑ ΧΑΣΙΩΤΗ
Ε.Σ.Υ. (κι Εγώ) -με βήμα αργό…
(Introducing Myself, Lee “Scratch” Perry)

Καλοκαιράκι. Αύγουστος, πάνω στο όνειρο των διακοπών που αντί να πλησιάζει όλο και απομακρύνεται. Ένας υποχόνδριος φίλος –αλλοδαπός- τηλεφωνεί και ζητάει βοήθεια: πρέπει να δει επειγόντως γιατρό γιατί έχει πάθει καρδιακή προσβολή… Βεβαίως ούτε πόνος υπάρχει, ούτε μούδιασμα, αλλά κάτι «πεταρίσματα», κάτι ταχυπαλμίες και ένας βαθύς φόβος του θανάτου που κάνει το όλον αξιοσέβαστο. Τον καθησυχάζω και μετά δίνουμε ραντεβού σε κεντρικό νοσοκομείο που για κακή του τύχη εφημερεύει. Ο ετοιμοθάνατος φίλος απαιτεί να πάψω να χασκογελάω κάθε φορά που ένα καινούργιο σύμπτωμα καρδιαγγειακής δυσλειτουργίας έρχεται να προστεθεί στη μακριά λίστα των πόνων του.

Με πίστη στο Εθνικό Σύστημα Υγείας και βαθύτατη εμπιστοσύνη στους γιατρούς του εν λόγω νοσοκομείου, έχω επιβαρύνει πολλές φορές στο παρελθόν τις εφημερίες του, που αριθμούν μέχρι και 2.500 άτομα κάθε φορά, με τους ευαίσθητους φίλους μου που είναι άρρενες, υγιέστατοι (ευτυχώς) και καρδιοπαθείς από πεποίθηση. Τι κι αν οι «στατιστικές του τρόμου» λένε ότι η πλειοψηφία όσων προστρέχουν για βοήθεια στις εφημερίες θα μπορούσαν να είχαν μείνει σπίτι τους και να είχαν κλείσει ένα ραντεβού για κάποια άλλη μέρα στα πρωινά ή απογευματινά ιατρεία του νοσοκομείου; Ο Έλλην, υπερήφανος και αδούλωτος θέλει να εξυπηρετηθεί στην εφημερία κι όχι «να χάνει τη μέρα του με ραντεβού και άλλες αηδίες»…

Ξέρω τη διαδικασία απ’ έξω, οπότε λέω στον αλλοδαπό να «παλουκωθεί» χωρίς υστερίες και διαμαρτυρίες στην ουρά, που μισή ώρα πριν ανοίξει το γραφείο κινήσεως, φτάνει μέχρι το δρόμο, και να έχει εμπιστοσύνη στον Έλληνα γιατρό. Εγγυώμαι ότι μόλις ανοίξει η πόρτα, (που ούτε εισιτήρια για συναυλία της Μαντόνα να πούλαγαν μέσα στο γκισέ δε θα ‘χε τόσο κόσμο), τα πράγματα θα εξελιχθούν πολύ γρήγορα. Μέσα στη ζέστη και την ορθοστασία –που την τραβάω κι εγώ βρίζοντας και κρατώντας τον καρδιοπαθή που απειλεί να λιποθυμήσει- αρχίζει να αναδύεται σ’ όλο του το μεγαλείο το μεσογειακό ταμπεραμέντο: εκεί που η ουρά ήτανε ευθεία και ντούρα, αρχίζει και σπάει σιγά-σιγά, καθώς ύπουλα σαν το φίδι ξεγλυστράνε κάτι βαρέως ασθενούντες με σάντουιτς και «καφεδιά» στο χέρι προς τα εμπρός, μ’ ένα μυστήριο ύφος στο πρόσωπο, τύπου «εγώ εδώ ήμανε από πριν, με είχανε ζμπρώξει προς τα πίσω…» Κι όσο αρχίζω και βράζω, της γκρίνιας του αλλοδαπού βοηθούντος, τόσο παρατηρώ τους συμπάσχοντες στην ουρά, και μου φαίνεται ότι ουδείς χρήζει ιατρικής βοήθειας παρεκτός από τον κύριο με τη γάζα στο μάτι και την ανησυχία στο άλλο μάτι μπας και κάποιος του βγει μπροστά και δεν τον δει. Πιστεύω ότι στην πλειοψηφία επρόκειτο για παραπονιάρηδες που ήρθαν να κλαφτούν στο γιατρό: «εγώ εκεί που καθόμουνα, θυμήθηκα τη γιαγιά μου που μ’ αγαπούσε πολύ και πέθανε ξαφνικά στα 95 της πριν από δέκα χρόνια, και στεναχωρέθηκα, κι εκεί έχασα το φως μου και είπα, πάει Γιώργο, θα πας να τη συναντήσεις…» Περιμένουμε ήδη 20 λεπτά και οι νοσοκόμες ρίχνουν τα πρώτα διερευνητικά βλέμματα σε δήθεν τυχαίες βόλτες έξω απ’ το κτίριο, σαν υπάλληλοι εμπορικού με νυφικά, που θα δώσει ένα Όσκαρ ντέλλα Ρέντα στα 50 ευρώ μόλις χτυπήσει το καμπανάκι, και ως εκ τούτου κινδυνεύει να ποδοπατηθεί. Εντωμεταξύ οι ασθενείς έχουν αρχίσει να αγριοκοιτάνε ο ένας τον άλλο και η παράνοια να δίνει τα πρώτα ενδιαφέροντα σημάδια: «εσείς κύριε για πού το βάλατε; Εμείς κορόιδα είμαστε που ήρθαμε δυό ώρες πριν; Όλοι άρρωστοι είμαστε (sic), λίγος σεβασμός…!» «Με τόσα κιλά μαντάμ, δε μου φαίνεσαι και τόσο άρρωστη», έρχεται η απάντηση του υβριζόμενου προς μεγάλη διασκέδαση του κοινού. «Ντροπή σας να το λέτε αυτό», λέει η χοντρέλω που υπερασπίστηκε τα δικαιώματα στην αξιοπρεπή ορθοστασία όλων. Οι νοσοκόμοι ξαφνικά σπρώχνουν δυνατά το πλήθος, που ενώνει τις δυνάμεις του σε μια φωνή: «ντροπή σας να σπρώχνετε άρρωστους ανθρώπους», για να περάσει το ταξί από την επαρχία, μ’ έναν παππού-απολειφάδι. Τον συνοδεύουν η κόρη και η νύφη –εχθροί ανειρήνευτοι, ας όψεται η καταναγκαστική συμβίωση των επαρχιακών συμβάσεων…Οι όρθιοι της ουράς, κοιτάζουν μέσα στο ταξί για να δουν ποιός είναι αυτός που προκάλεσε τέτοια αναταραχή, και γιατί έρχεται μέχρι την είσοδο σαν τους Κολοκοτρωναίους μέσα στο «Αγοραίο». (Κάπως έτσι θα κοίταγε και το αγριεμένο πλήθος στην Ολλανδία μέσα στην άμαξα των αδελφών ντε Βιτ πριν τους λυντσάρει για λόγους εθνικής προδοσίας). Η περιέργεια γίνεται ειρωνεία και μίσος μόλις γίνεται αντιληπτή η ηλικία του παππού. Μέσα απ’ τα δόντια του πλήθους ακούγεται κάτι σαν: «εδώ νέοι άνθρωποι πεθαίνουν» (δηλαδή οι τρώγοντες και πίνοντες σοκολατούχο με πλήρη λιπαρά στην ουρά), «και μερικοί κάνουν βόλτα στις εφημερίες, και μας ζμπρώχνουν κιόλας…» Εν μέσω «τς, τς, τς» και καυγάδων μεταξύ των «Ευρωπαϊκής νοοτροπίας» («την ουρά πρέπει να τη σεβόμαστε κύριε, αλλά μάλλον εσείς δεν είστε από την πόλη κύριε, και αυθαιρετείτε από την ώρα που ήρθατε, αλλά μη μας περνάτε και για χαζούς, σας έχουμε δει κύριε») και των πιο Βαλκάνιων («εμένα θα μου πείτε περί Ευρώπης μαντάμ, εμένα που δέκα χρόνια στη Γερμανία έγινα πιο Ευρωπαίος απ’ τους Ευρωπαίους»), για να έρθει η απάντηση («α ναι; Σε είδαμε! χαχαχα!), η πόρτα ανοίγει. Και γίνεται το έλα να δεις. Το τσούρμο μπαίνει εν χορδαίς και οργάνοις στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ αγνοώντας την Ευρωπαϊκή του ταυτότητα.

Εμείς στρίβουμε για το καρδιολογικό, όπου αφήνουμε το χαρτάκι μας και περιμένουμε: «ένας συνοδός, όχι δέκα για κάθε ασθενή», διατάσσει ο φρουρός βλέποντας ότι ο μεσογειακός προστατευτισμός δεν απαλείφεται εύκολα. Ο αλλοδαπός που με ύφος σνομπέ κοίταζε τα τεκταινόμενα, κι έλεγε «θα φύγω, δεν μπογώ αυτή τη συμπεγιφορά, δεν είναι μέγος της κουλτούγας μου», και μου ερχόταν να του πω κάτι για τη Μαρία Αντουανέτα και τους προγόνους του, μου λέει μεγαλόψυχα: «καλά πεγιμενέ έξω, θα παώ μόνος». Μπα; Ρίχνοντας μια ματιά για να βεβαιωθώ ότι όλα είναι εντάξει και ότι καταλαβαίνει τι του λένε, τον βλέπω θρονιασμένο σ’ ένα κρεβάτι σαν Ρωμαίος σε συμπόσιο, να διαβάζει το «Μικρό Νικόλα»…Κάποια στιγμή, ο γιατρός δε βγάζει άκρη μαζί του και με φωνάζουν. Μέχρι να βάλει μια υπογραφή σε μια στοίβα χαρτιά, ακούμε μια φωνή απ’ το διπλανό κρεβάτι: «Να σας πω…Κι εσείς καρδιά; Κι εγώ…τσακώθηκα με τη γυναίκα μου…έχω ξανάρθει, ναι…σήμερα ήρθα μόνος μου…οδήγησα απ’ τη Βούλα». Α ωραία, για άλλη μια φορά διαπιστώσαμε ότι δεν είμαστε τα μόνα νούμερα στα επείγοντα. Περιμένοντας τα αποτελέσματα των εξετάσεων να έρθουν με φαξ από άλλο τμήμα, βγαίνουμε, γιατί ο ασθενής…πείνασε. Έτσι έχω την ευκαιρία να διαπιστώσω ότι τα μαγαζιά γύρω απ’ το νοσοκομείο κάνουν χρυσές δουλειές: όλοι οι βαρέως πάσχοντες έχουν βγει και καταβροχθίζουν με όλη τους την οικογένεια πίτσες, σουβλάκια, σαλάτες, και καμμιά μπύρα στο καπάκι, αφού οι εξετάσεις τελειώσανε…

Έτσι λοιπόν, ένα καρδιογράφημα, έναν υπέρηχο, άπειρες εξετάσεις αίματος, επανειλημμένες αρνήσεις του γιατρού να εξετάσει και άλλα πιθανά προβλήματα υγείας του ασθενούς αγνοώντας τα πραγματικά επείγοντα (που άλλωστε ξεχωρίζουν: έχουν μάσκες οξυγόνου, πόνο, κι έναν ανήσυχο συγγενή που σφίγγει το χαρτάκι με τα τηλέφωνα συμβολαιογράφου και γραφείου τελετών), ένα ηρεμιστικό στον άρρωστο και πέντε ώρες αργότερα, μπορούμε να φύγουμε. (Πάνω που είχαμε γνωριστεί με τα διπλανά κρεβάτια, που ήταν τόσο φλύαρα και γελαστά, ώστε η νοσοκόμα έκανε απανωτές παρατηρήσεις: «ησυχία, εδώ είναι νοσοκομείο, εδώ είναι τα επείγοντα κύριοι»).

Η ατμόσφαιρα με επηρρέασε, λέω άσε να είμαστε σίγουροι, και πάω ξανά στο γιατρό να με βεβαιώσει για την καλή υγεία του αλλοδαπού: «πάρτε τον σπίτι κυρία μου, ο άνθρωπος δεν έχει τίποτα. Είναι ευαίσθητο άτομο και κάτι τον σύγχυσε. Ας μην ταράζεται έτσι με το παραμικρό.» Χοροπηδώντας χαρούμενος και λέγοντας αστειάκια πάει μπροστά ο πρώην καρδιοπαθής, από πίσω σέρνομαι κι εγώ που έχω τρέξει σ’ όλα τα γραφεία για να κόψω χαρτιά και χαρτάκια, περιμένοντας σε ουρές, ανεβοκατεβαίνοντας σκάλες και αλλάζοντας πτέρυγες και κτίρια…Στην έξοδο αρχίζω κι αισθάνομαι κάτι «τσιμπιματάκια» (να τα πω;) και κάτι ταχυπαλμίες μυστήριες. Μια ανησυχία ύπουλη με καταλαμβάνει: «θες να;» Ευτυχώς δηλαδή, που δεν εγκαταλείψαμε ακόμη το κτίριο…

Σεπτέμβριος, 2007