Ελληνικές διακοπές – Live your myth in Greece
(Takatakata/La femme du Torrero, Joe Dassin)
Σαν βγεις στον πηγαιμό, -μαζί με άλλα στίφη- που κάνουν τουρισμό, να εύχεσαι να είχες καμπίνα να κλειστείς, και τους συνταξιδιώτες σου, ελάχιστα να δεις. Άμα βεβαίως το βαλάντιό σου είναι τρεις έντεκα τρεις δώδεκα τρεις δεκαπέντε κι έντεκα, και κόβεις απ’ το βραδινό για να έχεις βλέψεις σε καλύτερο ρουμς του λετ, τότε δεν συζητάμε περί καμπίνας, συζητάμε περί «κατάστρωμα-τουριστική», να βλέπεις τους γλάρους να κρώζουν και να παρηγοριέσαι τραγουδώντας σαν την Αλίκη στο Ναυτικό. Το κατάστρωμα σημαίνει πολλά, μεταξύ αυτών: τάβλι (ήτοι αδιάκοπο γκλιν-γκλιν-γκλιν) απ’ τη διπλανή εικοσαμελή παρέα των δεαοχτάρηδων που μια τσακώνονται («ρε μαλάκα, γιατί ρε μαλάκα, είπες ρε μαλάκα στον Αντώνη ρε μαλάκα ότι θα πιω φραπέ ρε μαλάκα;» «Εγώ ρε μαλάκα;» «Ναι, ρε μαλάκα» -και οι ευρηματικοί διάλογοι συνεχίζονται μέχρι που να αισθανθείς ότι είσαι στο πλατώ για τα γυρίσματα κάποιας ηλίθιας σαπουνόπερας: «ήρθες πατέρα;» «ήρθα» «ώστε ήρθες πατέρα» κ.ο.κ.), μια ρομαντσάρουν (ΣΜΟΟΟΥΤΣ, σλουρπ σλουρπ, μ’ αγαπάς; σλουρπ σλουρπ σ’ σλουρπ αγα –σλουρπ- πώ, σματς σματς σματς σμουτς σματς), μια πεινάνε («έχεις λεφτά ρε μαλάκα;» «γιατί ρε μαλάκα;» «πάλι εγώ θα σε ταίσω ρε μαλάκα;» «χαχαχαχαχα ο Γιάννης δε θα φάει ρε μαλάκες» κ.ο.κ.), μια ψάχνουνε τα συμπράγκαλά τους (γκλαν-γκλαν-γκλουν «είδε κανείς το: λιπ-γκλος/κατσαρόλα/σι-ντι του Νότη/σι-ντι της Μαντόνα/σι-ντι του d.j. Φακνταφακ/τα ταμπόν/τις τσίχλες/τα λεφτά), και μονίμως ουρλιάζουνε και διηγούνται τα σεξουαλικά τους οι γκόμενες κρυφά (μην ακούσει ο Γιώργος). Σημαίνει, ότι στις εφτά ώρες που κάνει το γκαζοζέν πλοίο να φτάσει στο νησάκι, τόσοι φραπέδες και νερά έχουν δημιουργήσει ένα πηγαιν’-έλα στην τουαλέτα που όποιος πάει από τη δεύτερη ώρα και μετά, θα πρέπει να κάνει μπάνιο στο απολυμαντικό και να φοράει αντιασφυξιογόνο μάσκα, γιατί το πλήρωμα δεν περισσεύει για να σκουπίσει τις καλλιόπες.
Σημαίνει ότι αν θες να φας κοτόπουλο καραβίσιο για να αλλάξεις μέγεθος σουτιέν –είτε άντρας είτε γυναίκα- μέχρι να φτάσεις στο νησί (η μάνα σου, εγώ κι εσύ –μα τι συνδυασμός είν’ αυτός;) πρέπει να ‘χεις τα’ αυτιά σου εξασκημένα στα αγγλικά του καμαρώτου και στο χαλασμένο μικρόφωνο που λέει περίπου: “…pa… ngers..o…ant…to dine,…r…kindly requested to….ceed to the dining room, I REPEAT!” (passengers who want to dine are kindly requested to proceed to the dining room, I repeat). Άντε και έφτασες στο Κυκλαδονήσι μετά από πέντε έως οχτώ ώρες συγκατοίκησης με χοντρούς που σε σπρώχνουν για να περάσουν αμέριμνα γλύφοντας το δέκατο παγωτό. Τα χοντρά παιδιά των υπέρβαρων που επαναλαμβάνουν την προηγούμενη σκηνή. Τη θείτσα που σε αγριοκοιτάει. Τη μεγαλοκοπέλα που έχει ένα σκυλί που θες να του δώσεις κλώτσο, το σκυλί το ‘χει ψυχανεμιστεί, σε αντιπαθεί εξίσου και γρυλλίζει κάθε όποτε περνάει από δίπλα κάνοντας την εβδομηντάχρονη κυρά του με το μίνι, τα κιτρινισμένα δάχτυλα και το εξώπλατο μπλουζάκι να σε κοιτάει όπως η Ταϋγέτη την ανταγωνίστρια ενζενύ για την καρδιά του Βέγγου («ήρεμο, ήρεμο το ποταμάκι…»). Τον παππού που έχει ξεχάσει το φερμουάρ κατεβασμένο (ήμαρτον, μαζέψτε τα παιδιά καλού-κακού) και χαζεύει ήρεμα τους γλάρους («ένα βήμα πίσω παππού», ουπς! άνθρωπος στη θάλασσα). Τους προαναφερθέντες φοιτητές. Τους ναύκληρους, δόκιμους, καμαρώτους του πλοίου που περνάνε και μαζεύουνε παλαμάρια (με το συμπάθειο) που τα περνάνε, χωρίς ούτε συγγνώμη να πούνε, πάνω απ’ τα έρμα τα ποδαράκια σας. Την πολυμελή κακομαθημένη οικογένεια με το πεθερικό μαζί, που η νύφη μόλις που την ανέχεται («γκώσατε μαμά») και ο γιος φοβάται («είσαι καλά μανούλα;») αλλά και αποφεύγει («Φωφώ, ρώτα τη μάνα μου αν θέλει κάτι»). Και άντε φτάσατε. Και είσαστε νέοι, περιπετειώδεις τύποι ξεμεινεμένοι από άλλες εποχές, και αρνείστε να κάνετε κράτηση νωρίτερα («σιγά που δε θα βρούμε ξενοδοχείο, έλα μωρέ, μην είσαστε τόσο σφιχτόκωλοι, πολύ Ευρωπαίοι είσαστε»).
Σας προσπερνά η ορδή που περιγράψαμε παραπάνω κι εσείς μένετε να γυρνάτε κουρασμένοι, με τις βαλίτσες παρά πόδα (γιατί η καλή σας ταξιδεύει σαν την Ποππαία –υπηρέτες, ρούχα, καλλυντικά, τις γαιδούρες για το γάλα- και εσείς τα κουβαλάτε «έλα μωρέ Σπύρο μου που είσαι τόσο δυνατός») τα δρομάκια του νησιού, ελπίζοντας να βρείτε κάποιον ξενοδόχο που να μη σας κοιτάει ειρωνικά και να ΜΗΝ σχολιάζει: «μα κι εσείς πώς ξεκινήσατε έτσι; Να σας στείλω στον ξάδερφό μου στην Απάνω Γειτονίτσα με τα όμορφα κορίτσα, να δει μήπως σας βολέψει εκείνος (αυτό, στην περίπτωση που κάποιος σας λυπηθεί, και δε βιάζεται να πάει να αναλάβει ρόλο σεφ, γκαρσονιού κλπ., καθότι η «επιχείρηση είναι οικογενειακή, σιγά μην πληρώνουμε και άλλους»). Βλαστημάτε και λες να στείλεις μια επιστολή στον υπουργό άμα βγεις ζωντανός και χωρίς νευρική κατάπτωση μετά από το Live your myth in Greece (άσε που συνειδητοποιείς ότι δεν κουράστηκαν για το σλόγκαν, απ’ τη μπύρα το πήρανε).
Τέλος, βλέπεις επιτέλους κάποιον ξενοδόχο που δεν έχει το κυνικό ύφος του ταξιτζή στις τρεις το μεσημέρι σε μέρα απεργίας των μέσων μαζικής μεταφοράς, φτυστό το ύφος του χορτασμένου βόα που καγχάζει στη θέα του νεογέννητου ποντικιού δίπλα του. Ρωτάτε, και ω του θαύματος, υπάρχει ένα δωμάτιο: τρίκλινο και «παρακαλώ μην ξεστρώσετε το ράντζο, δύο είσαστε, βολευτείτε στο διπλό.» «Ναι, αλλά εμείς κοιμόμαστε χωριστά για άπλα» -λες μέσα σου. Κάνεις ότι συμφωνείς μέχρι να πάρεις τα κλειδιά, και μπαίνεις στο δωμάτιο έχοντας ορκιστεί να κατουρήσεις το ράντζο με το σπασμένο «σουμιέ». Το δωμάτιο είναι άστα λα χέστα, αλλά για τρεις μέρες θα επιβιώσετε. Η αλήθεια φανερώνεται όταν το βραδάκι πτώματα στην κούραση, αποφασίζετε να έρθετε πιο κοντά (να θριαμβεύσει η αγάπη και η ζωή απέναντι στον τουρισμό στην εξωτική Ελλάδα), και προηγείται/επακολουθεί μπάνιο. Ξαπλωμένοι κοιτάτε το ταβάνι, και νιώθετε ένα περίεργο αποκάρωμα σάματις επικίνδυνο.
Ξέχασαν να σας πουν ότι εξαερισμός δεν υπάρχει, το μόνο παράθυρο είναι…η πόρτα του δωματίου, που βλέπει στο δρόμο, και ανοίγει το άνω ήμισυ τζάμι, προκειμένου να παίρνει αέρα και να μη σκάσει ο ένοικος. Η μόνη εναλλακτική που δίνει το πανάκριβο νησί, είναι οι ενοικιαστές να εκθέσουν σε κοινή θέα ή/και κίνδυνο τη ζωή τους, και βεβαίως, να κοιτάνε το δρόμο όπως τα άλογα, που τρώνε το σανό (επίσης τα χαϊδεύει ο επιστάτης) από το πάνω ανοιχτό μέρος της πόρτας του στάβλου. Μπορεί επίσης το πλήθος να χαστουκίζει κατά βούληση τους τουρίστες-μουλάρια που πλήρωσαν τέτοιο δωμάτιο. (Προτιμητέο τη θέση τους να πάρει ο ιδιοκτήτης όταν έρθει η ώρα της φάπας). Αποφασίζετε να κοιμάστε με βάρδιες, και να διπλοκλειδώσετε (προς τι;). Ο καλός σας, που διαβάζει πολλά αστυνομικά, προτείνει να βάλετε μια τρίχα στην κλειδαριά, κι αν τη βρείτε σπασμένη να αποδείξετε ότι έγινε παραβίαση. (Τι λέει ο άνθρωπος απ’ την κούραση, το θυμό και το φόβο). Το άλλο πρωί ο ιδιοκτήτης σας ρωτάει αν κοιμηθήκατε καλά –το κλίμα είναι εξαιρετικό. Τον ρωτάτε αν σκέφτεται στα σοβαρά να σας χρεώσει την ποντικότρυπα, ή μάλλον τον μουλαρόσταβλο. Σας κοιτάει έκπληκτος για την αχαριστία σας, που σας μάζεψε κυριολεκτικά απ’ το δρόμο. Που το έχτισε με δάνειο. Που ήταν προικούλα της γυναίκας του που έλιωσε στην κουζίνα να βράζει αυγά για να τα φάτε εσείς οι τουρίστες μαζί με το ξερό ψωμί, το παγωμένο βούτυρο και την ύποπτου χρώματος μαρμελάδα-ατομική μερίδα («ρε Γιάννη, γιατί αυτό γράφει ευχαριστούμε που πετάξατε με την Αετός Έργουέιζ;» «Μαράκι, το δικό μου λέει δωρεάν στον υπάλληλό μας, το Τμήμα Χημικών Εργοστασίου Άνω Μποστανίτσας Αττικής»). Φεύγετε. Στο επόμενο νησί ίσως να έχετε περισσότερη τύχη, αφού σε τούτο δω το Κυκλαδο-ανεμο-βραχο-ακριβονήσι όλα είναι κλεισμένα. Πού θα πάει; Διακοπές είναι, θα περάσουν. Και μάρτυς σας ο άγιος Χριστόφορος, προστάτης των αναξιοπαθούντων ταξιδιωτών, ότι θα προτιμήσετε κάποιον ξένο «τουριστικό παράδεισο» την επόμενη χρονιά. Όσο πιο μακριά γίνεται από την πατροπαράδοτη ελληνική φιλοξενία, τα άνοστα μαρμελαδάκια-μερίδες, τα παγωμένα βούτυρα-μερίδες, το ξεροκόμματο, τις μύγες, τον καφέ σε φακελλάκι, το γάλα σε μερίδα, τις πανάκριβες ξαπλώστρες, τα μπαγιάτικα τοστ, τα δωμάτια που ακόμη δεν έχουν ανεμιστήρες αλλά λειτουργούν με τεράστια ερ-κοντίσιον που έχουν επάνω όλη τη Λεγεώνα των ξένων και τα μικρόβιά της έτοιμα να κολλήσουν στα πνευμόνια, δείχνοντας αναλγησία προς το περιβάλλον. Η επιστροφή στην Αθήνα έχει μια γεύση μελαγχολίας. Για τις διακοπές που τέλειωσαν, και τον τόπο που τελειώνει κι αυτός από αντοχές…
(Votre Beaute, τ. Αυγούστου 2009-αναδημοσίευση)