Αχ, αυτά τα θηλυκά!
(Rawhide, The Blues Brothers)
“Σιχαίνομαι την υποκρισία” (παρορμητισμός). “Οι δήθεν με κάνουν χάλια” (αφέλεια). “Από μικρή έκανα τρέλλες. Όλοι ήξεραν το υποκριτικό μου ταλέντο” (παιδικότητα). “Το Άκτορς Στούντιο είναι φοβερό. Ποιός δε θα ‘θελε να βρεθεί δίπλα στον Χόφμαν;” (φιλομάθεια). “Οι γυναίκeς είναι δυνατές, τις θαυμάζω” (ανταγωνισμός). “Στον πατέρα μου χρωστάω τα πάντα” (αθωότητα). “Η Λαμπέτη ήταν μεγάλη ηθοποιός. Θα ήθελα να καταφέρω να της μοιάσω” (σεμνότητα). “Θέλω να ερωτευτώ!” (ρομαντισμός). “Οι γυναίκες σήμερα δε χρειάζονται στήριγμα από τους άντρες. Συχνά κερδίζουν περισσότερα απ’ αυτούς” (ανεξαρτησία). “Ψηφίζω, έχω άποψη. Νομίζω ότι ο πολίτης, εμείς, έχει αποπροσανατολιστεί” (ακτιβισμός). “Γυμνή φωτογράφιση; Ίσως σε αρκετά χρόνια, όταν θα θέλω να αποδείξω κάτι στον εαυτό μου” (αυτοπεποίθηση). “Αν έχω κάνει έρωτα σε δημόσιο μέρος; Αααα αυτά δε λέγονται!” (προκλητικότητα, σεξ-απίλ). “Δε με βοήθησε κανείς. Δε θα μου άρεσε κάτι τέτοιο” (αξιοκρατία, σοβαρότητα).
Η “νέα” δημοσιογραφία (που κατέστρεψε τη δημοσιογραφία) προσβλέπει στις συνεντεύξεις των ενζενύ (βλ. στάρλετ). Υποκριτικά κάνει πως διακρίνει σ’ αυτές ποιότητες που οι “πολλοί” δεν μπορούν να δουν, στην ουσία όμως τις χρησιμοποιεί με τον γνωστό παραδοσιακό τρόπο της “πιπεράτης σελίδας”. Το γυμνό ανακύπτει αναμιγμένο με ερωτήσεις στημένης ειλικρίνειας, που υποτίθεται ότι δίνουν στην νεαρή την ευκαιρία να σημειώσει το περιπόθητο πέναλτι που πρέπει να σφηνωθεί στο μυαλό του αναγνώστη ως το “γκολ της ποιότητας και των γνώσεων” που αυτή διαθέτει. Η δημοσιογραφία, η γραφή, το καλό γούστο έχουν πάει περίπατο ακόμη κι απ’ τις θεωρούμενες σοβαρές εφημερίδες, όπου το βρισίδι και το φαστ-φουντ γράψιμο έχουν αντικαταστήσει οποιαδήποτε άσκηση ποιότητας, έστω και μέσω του άκρως εφήμερου μέσου της “φυλλάδας”. Ο ανταγωνισμός και το κακό παράδειγμα του ξεπεσμού και της αρπαχτής έφεραν πτώση. Κι όχι τίποτε άλλο, αλλά αφού οι φυλλάδες δε διαβάζονται, και όλες οι πιθανές προσφορές έχουν πλέον γίνει (σπίτια (!), σκούπες, κομπιούτερ, σι-ντι (ο Ξαρχάκος χθες, ο Ξαρχάκος προχθές, ο Μίκης κι ο Μάους, τα αρχοντορεμπέτικα και τα ρεμπετοαρχοντικά), ντι-βι-ντι (πάρτε Μπέργκμαν, πάρτε Σκορτσέζε, πάρτε Λεζέ και πλανητάρχη, πάρτε παλιές ελληνικές ταινίες), και άλλα διάφορα (πάρτε όργανα γυμναστικής, φόρμα αθλητική, μασαζοκορσέ, μασαζομασάζ, σαμπουάν, καφέ, αφρόλουτρα), με αποτέλεσμα τα εκδοτικά συγκροτήματα (sic) να καταντήσουν σαν τα ντουλάπια του Βέγγου στην ταινία που κάνει το θυρωρό και βγάζει έξτρα εισόδημα από εδώδιμα-αποικιακά, η αγορά καταμπουκώθηκε, και ουδείς έχει το θάρρος ή την εμπορική προνοητικότητα να πετάξει όλα αυτά τα σκατά, να καθαρίσει το μπακαλικάκι του και να πουλάει την εφημερίδα κατά τα παλιά… Υ.Γ.
Ωχ! σκέφτηκα ότι αν το κάνει ένας θα το κάνουν όλοι γιατί οι ιδέες κοστίζουν και η αντιγραφή είναι ευκολότερη, άσε που άμα διευθύνει μια επιχείρηση μια οικογένεια ή οιονεί οικογένεια με όλους τους χαζούς σε θέσεις-κλειδιά πώς να κατεβούν ιδέες, έπειτα θα πρέπει να εκδιωχθούν και τα δημιοσιογραφάκια της πλάκας, γιατί η ποιότητα στοιχίζει, οπότε ξεχάστε το. Άσε που μπορεί να δει κανείς και τους δεινόσαυρους παό άμβωνος να υπεραμύνονται της ποιότητας…Και το χειρότερο, δεν υπάρχει μεγαλύτερη αηδία απ’ το “Ζήκο” που αναβάθμισε το μπακάλικο και το ‘κανε σινιέ, σαν αυτά με τα βιολογικά φασόλια, 8,5 ευρώ το κιλό, που συστήνουν τα ένθετα θρασύτατα. Μήπως τελικά είναι καλύτερα και ασφαλέστερο να μείνουν οι φυλλάδες ρέπλικες του Βέγγου μικρομπακαλάκου και θυρωρού; Εξαρτάται -και- από ‘σας το μέλλον. (μόττο του παρόντος μπλογκ από τούδε και στο εξής).
(Αυγή, 1999, αναδημοσίευση 2009)