Το μακρύ καλοκαίρι της ασυδοσίας
(Suspicious Minds, Elvis Presley)
Πάει τουλάχιστον μια τριακονταετία, δύο γενιές και παραπάνω δηλαδή, που κατάφαγε η αρρωστίλα, ο ερασιτεχνισμός, η απληστία και η ημιμάθεια των 53 με 60 χρονών σήμερα. Με το απωθημένο του εμφυλίου, των διχασμένων συγγενών -ο ένας μπάτσος ο άλλος ορντινάντσα κάποιου καπετάνιου στο βουνό- με τη λύσσα της σεξουαλικής καταπίεσης, με θεσμούς που η εκάστοτε εξουσία καταπατούσε κατά βούλησιν, εσωτερίκευσαν απόλυτα τους κώδικες μη-δεοντολογίας του παρελθόντος, τη βία και τη νοθεία, και κατέπεσαν ως ακρίδες πάνω στον κρατικό κορβανά (και αργότερα στα νεόκοπα κονδύλια της Ε.Ε.), με το άλλοθι της αντιστασιακής συνείδησης (του κώλου τα εννιάμερα), της πείνας των γονέων τους (κλαψ κλουψ!) και όνειρο την αποκατάσταση της κοινωνικής ειρήνης (χαχα!) διά της ρεμούλας και του προσωπικού οφέλους σε βαθμό “κακουργήματος”.
Όποιος τους γνωρίζει, νιώθει την υπόσχεση της ασυδοσίας, της έλλειψης αρχών, της φιλοσοφίας τουκαφενέ, της ιδεολογίας του “ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας”. Βαλκάνιοι μουστακαλήδες και αποτυχημένες γκόμενες, σφαλιαρο-εισπρακτορες κομματικοί και τεκνά χιλιοπηδημένα, ένα συλλογικό φαντασιακό πατατράκ όπου ο κάθε λεχριτάκος βλέπει εαυτόν στον καθρέφτη της καρδιάς του ως απόγονο ενός θρυλικού ροκά. Κάμποσα φρικιά με νεφελώδεις ιδέες-άλλοθι περί τριτοκοσμικής αποχαλίνωσης, ήρθαν στα πράγματα, κι οι αλλαξοκωλιές έπιασαν τόπο.
Τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα στην μετά τις κλαδικές εποχή έπαψαν να έχουν σημασία, κι ο υπερδανεισμός έγινε το πρότυπο του χαχόλου που έβαζε υποθήκη το σπίτι του για να μπεκρουλιάσει ξύδια στην Αράχωβα δίπλα στα ξανθά σκυλιά και τους αφέντες τους. Τον πολιτισμό, λυμαίνεται μια παρέα που το γλεντάει ανερυθρίαστα εις υγείαν των κορόϊδων. Χωρίς προσόντα, χωρίς δουλειά, τεμπέλικα, με ψέματα, αγραμματοσύνη, γουρουνιά, θράσος και διαπλοκή όλων των ειδών, πλασάρει ως ιδανικό τη διαφθορά, την ευκολία, την κλεψιά, την ατολμία, και καλλιεργεί το φόβο.
Σε ποιά χώρα θα βαφτίζονταν εν μια νυκτί άσχετοι άνθρωποι “κριτικοί” προκειμένου να εξασφαλιστεί ακόμα μια πένα υπερασπιστική -με το αζημίωτο της δωρεάν φιλοξενίας; Η διαφθορά διδάσκεται και εξαπλώνεται: εξαγοράζομαι και εξαγοράζω. Σε ποιά σοβαρή χώρα θα συζητούσαν σε ώρα οικονομικής κρίσης και εκκαθάρισης (χαχα!) πώς θα διορίζονταν παιδιά, φίλοι και συγγενείς χωρίς φόβο, χωρίς κάν στοιχειώδη κάλυψη;
Στην Ελλάδα τη μπατιρημένη,την ευτελισμένη, των άρρωστων ανθρώπων της εξουσίας, των ασύδοτων ατάλαντων με τα απωθημένα να γράψουν ιστορία, και τη χρυσοπληρωμένη τους ανάμνηση του πλινκ-πλονκ της κλαψιάρικης ρομβίας του Manos.
3 Μαΐου, 2010