Κάτι είπε κάποιος μπλόγκερ για το Κολωνάκι…
(It wasn’t me, Shaggy)
Υπάρχουν πολλές περιοχές στην Αθήνα που φιλοξενούν πλούσιους. Πολύ πλούσιους. Λίγες όμως είναι τόσο ταυτισμένες στη συνείδηση των κατοίκων του λεκανοπεδίου με τη μισητή –πλην υπαρκτή- ταξική διαστρωμάτωση, όσο, (ας τολμήσουμε να το ονομάσουμε), το Κολωνάκι. Για την πλειοψηφία των οδηγών ταξί, το Κολωνάκι είναι η ποντικοπαγίδα με τα μικρά δρομάκια που απειλούν να στείλουν το αμάξι τους στο «συνεργείο του Βασίλη» για αγρανάπαυση επί τριήμερο, απειλώντας την τροφοδοσία της οικογένειας (γι’ αυτό κατέβαινε στρογγυλεμένο το ποσό της κούρσας και κοίτα να σου αρέσει η πενταπλή μίσθωση). Το Κολωνάκι, ως αντίστοιχο των Δελφών, είναι κέντρο συνάντησης και έκδοσης χρησμών. Επομένως, θέσφατον πρώτο, όλοι έχουν να διηγηθούν κάτι για τον ημι- υπέρ διάσημο που είδαν ένα βράδυ/πρωί/μεσημέρι στα δρομάκια/καφέ της εν λόγω περιοχής. Όλοι έχουν να διηγηθούν μια εμπιστευτική συζήτηση που έλαβε χώρα στο διπλανό τραπεζάκι και την άκουσαν οι ίδιοι ή ο κολλητός τους ή ο κολλητός της κουνιάδας του αδερφού του μπατζανάκη τους, και περιείχε όλα όσα η φαντασία επιθυμεί και ονειρεύεται για να τραφεί ενώ περιμένει υπομονετικά τη σειρά στο κουρείο: το πραγματικό ύψος της στάρλετ χωρίς τα δωδεκάποντα, τον ακριβή αριθμό ρυτίδων της παρουσιάστριας, τη ματιά του πολιτευτή που αποφεύγει τη βλεμματική επαφή, την ερωτύλα διάθεση του γνωστού συγγραφέα. Θέσφατον δεύτερο και κοινή παραδοχή, το Κολωνάκι κατοικείται από ένα αλλοπρόσαλλο πλήθος που έχει πουλήσει τη ψυχή του στο διάβολο προκειμένου να βρεθεί με ένα διαμέρισμα της παλιάς, καλής εποχής, εκμοντερνισμένο σε εκδοχή μαιζονέτας, σε έναν από τους δρόμους με τα αρχαιοπρεπή ονόματα. Ο μύθος καλλιεργείται από τις ταμπλόϊντ εκδόσεις που παρουσιάζουν με πηχιαίους τίτλους τον τρόπο ζωής και τα σκάνδαλα στην υπεράνω πάσης υποψίας περιοχή της Αθήνας: «κολασμένο διαμέρισμα με δίμετρες καλλονές απ’ την Απχαζία στο Κολωνάκι», «ραντεβού θανάτου για (ξανά) δίμετρες, ημιανήλικες κουκλάρες και εμπόρους ναρκωτικών στην περιοχή των επωνύμων» (το Κολωνάκι ντε!), «αγαπημένη περιοχή των σούπερ-μόντελς απ’ τη δώθε-Τουρκμενία το Κολωνάκι-σφαγή για την δίμετρη Τατζίκα ΡαχάτΛουκούμ», «κόκα, μόκα και ακριβά αυτοκίνητα για τον επονομαζόμενο γάτο της κοσμικής Αθήνας, με ορμητήριο το Κολωνάκι»… Ο δήμαρχος, αφουγκραζόμενος την κοινωνική κατακραυγή, και νιώθοντας προσωπικά υπεύθυνος για την αποκατάσταση της κοινωνικής ειρήνης και τάξης, σε μια πρωτοφανή κίνηση θάρρους απέναντι στο σιχαμένο κεφάλαιο, ξήλωσε τις νερατζιές κι επέβαλλε το Βαγκνερικό, πλην ισχνό, χλωμό και θαμπό τοπίο με τις λεύκες στην οδό Κανάρη.
Οι εφορίες, το ένα τους με τους οδηγούς ταξί και το «σύλλογο προστασίας του σασμάν», και με σπόνσορα τα απανταχού συνεργεία της οδού Λιοσίων («ο Μπάμπης», «ο Λάκης», «ο κυρ-Θόδωρας», «ζυγοστάθμιση-ευθυγράμμιση ο Μήτσος»), ανακήρυξαν την περιοχή λυσσαλεωδώς φορολογήσιμη και την τσέπη των κατοίκων είδος υπό εξαφάνιση. (Πιθανολογείται ότι με την οικονομική κρίση, μια δεύτερη εικόνα Κατοχής θα ξεσπάσει, μετους κολονακιώτες να τρέχουν στις γειτονιές της Αττικής για λάδι, ανταλλάξιμο με Μανόλο Μπλανίκ και Πράντα). H περιοχή που ταυτίστηκε με τον αέρα στα μυκονιάτικα μαλλιά του Ζάχου Χατζηφωτίου και τον ελληνικό (καφέ) στην εκδοχή νεροζούμι «3.80 παρακαλώ και λίγα σας χρεώνω μανδάμ», δεν υποφέρει μόνο απ’ τις λεύκες, τις χωροταξικές παρεμβάσεις των πτυχιούχων αρχιτεκτόνων της εποχής του λυκόφωτος του ΕΜΠ (που για μυστήριο λόγο παίρνουν τις δουλειές του δημοσίου -προφανώς το δημόσιο ποσώς ενδιαφέρεται για κάτι άλλο πέραν της αναπαραγωγής της τερατώδους μορφής του σε τρισδιάστατο πολεοδομικό μοντέλο), και το ταξικό μίσος.
Υποφέρει ακόμα από τα ανάγλυφα πεζοδρόμια προς χάριν των συνανθρώπων μας τυφλών, οι οποίοι, κρίθηκε από τους «αρμόδιους» ότι προφανώς θα έχουν «φαγωμένα» τακούνια, αλλιώς δεν εξηγείται το κυματοειδές του πεζοδρομίου που γαντζώνει τη σόλα και την καθηλώνει ένα βήμα πίσω απ’ αυτόν που τη φοράει. Υποφέρει από τα μέγκα-τζιπ που «βρίσκουν» στις γωνίες, κάνοντας τους πεζούς να αντικρύζουν το αγριεμένο βλέμμα της οδηγού μέσα από τις φράντζες της ξανθιάς υπερ-κάσκας («μου τα παραφούσκωσες Σούλα», «τι λέτε κυρία Μαρλέν Παπακαρλαύτη, έχει υγρασία, μη σας γίνουνε πράσα μέχρι να πάτε στην Εκάλη») που μιλάει ταυτόχρονα στο κινητό («το τελευταίο μπραζίλιαν μου ‘φερε φαγούρα μωρή Σολτάνα, κακομοίρα μου θα σε δυσφημήσω αν έπαθα τίποτα»), και σκέφτεται με ποια παγαποντιά θα το σκάσει απ’ τον ούτως ή άλλως αδιάφορο σύζυγο. Υποφέρει απ’ τα μπλόκια της πρεσβείας και τα προτεταμένα αυτόματα της φρουράς («με συγχωρείτε κύριε φρουρέ, αλλά αν εσείς πάθετε αμόκ, εγώ που περνάω εκείνη την ώρα, θα πάω άκλαυτη;» «όχι, χαχα, μην ανησυχείτε, τι είναι αυτά που λέτε;» «έχω τους λόγους μου που το λέω, ο φόβος φυλάει τα έρημα, δεν το κατεβάζετε να πυροβολήσετε το ποδάρι σας καλύτερα;»). Υποφέρει απ’ τους επιδειξίες μέρα μεσημέρι («με συγχωρείτε, ξέρω ότι φυλάτε την πρεσβεία, αλλά μάλλον χλωμό το βλέπω να παρενοχληθεί σεξουαλικά ο πρέσβης μεσημεριάτικο, δεν έρχεστε να πείτε στην ψυχοπαθητικάρα εδώ παρακάτω να βάλει το βρακί του και να πάει στα τσακίδια;» «δηλαδή τι είδατε;» «Το βρακί του έχει κατεβάσει, και παίζει με ό,τι βρήκε» «μμμμ…την αστυνομία να καλέσετε» «και γιατί δε μου το λέτε απ’ την αρχή αλλά με βάζετε να σας τα διηγηθώ πρώτα;» «…»).
Υποφέρει από όσους ανακουφίζονται στα παρακείμενα παρκάκια, καθιστώντας τα αδιάβατα για τους κατοίκους απ’ τη μπόχα και τις σκηνές απείρου κάλλους. Υποφέρει απ’ το κλείσιμο –λόγω παρκαρίσματος- των κάγκελων, ώστε ούτε να βγαίνει ούτε να μπαίνει κανείς, ακόμη κι αν τον κυνηγάει αγριεμένο μηχανάκι που μάρσαρε ανυπόμονο πριν κάν ανάψει το φανάρι (συμπεριφορά απόλυτα εναρμονισμένη με του τουρκικού στόλου πριν και κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Μεσολογγίου, γεγονός που αποδεικνύει και τα παράγωγα του μακραίωνου συγχρωτισμού με τη γείτονα χώρα).Υποφέρει απ’ τα σπασμένα πεζοδρόμια, τα κατειλημμένα από σκουπίδια, χαρτόκουτα και μηχανάκια. Υποφέρει από την ανελέητη και αδικαιολόγητη για την τριτοκοσμική εικόνα της περιοχής ακρίβεια. Υποφέρει από το κακό σέρβις και την αγένεια –παρά το τσουχτερό αντίτιμο. (Άλλωστε αποτελεί σχεδόν ιδεότυπο πλέον η αυταρχική, φορτική, τεμπέλα, άσχετη με την παροχή υπηρεσιών πωλήτρια, στα μαγαζιά της περιοχής.) Το Κολωνάκι, ως ένα βαθμό εξακολουθεί να λειτουργεί στη συλλογική μνήμη με συνιστώσες προπολεμικές: έστω κι αν οι οικονομικοί μετανάστες κάνουν τεράστιες ουρές σκοτώνοντας το χρόνο τους μέχρι να έρθει η σειρά για τα χαρτιά τους, κάνοντας την περιοχή μικρογραφία μικρομαχαλά στο Καράτσι. Έστω κι αν οι παρακείμενες πρεσβείες, τα ινστιτούτα και οι χώρες προέλευσής τους έχουν χάσει την αίγλη τους ή έχουν ολοκληρώσει ένα μέρος της αποστολής τους. Έστω κι αν στην περιοχή συναντάς ελάχιστα παιδιά μετά το σχόλασμα των ελάχιστων σχολείων της περιοχής. Έστω κι αν ο δήμαρχος έφτιαξε μια κακάσχημη εκδοχή του περίπατου υπό τις φιλύρες με τις αναιμικές λεύκες -που είναι σαν να βγήκαν από ποίημα του Παράσχου («θέλω την αγάπη μου αναιμική και ωχρή ωσάν σινδόνη…» ή κάπως έτσι). Έστω κι αν τα ταμπλόϊντ και οι σιλικονάτες εποχούμενες, οι επιδειξίες και οι τσιγκάνοι με το χαρτί υγείας (ενίοτε) ανά χείρας, παλεύουν να την μετατρέψουν σ’ ένα ιδιόμορφο γκέτο για το οποίο οι Αρχές, αδιαφορούν (μπορεί να είναι και καλύτερα, ιδίως αν σκεφτεί κανείς τον κίνδυνο «ανάπλασης» και «παρέμβασης»). Τα στερεότυπα παραμένουν ισχυρά, ακόμη και στις εποχές αναδιάρθρωσης και ανακατανομής των ηγετικών περιοχών εντός του πολεοδομικού σχεδιασμού της πόλης. Η σκόνη από την αλλαγή κατοικίας και τον «εποικισμό» νέων περιοχών την τελευταία δεκαπενταετία έχει καταλαγιάσει, και διαφαίνεται πλέον η ταυτότητα, επαγγελματική και οικονομική, κάθε περιοχής, καθώς και η «κουλτούρα» της, το πολιτισμικό της στίγμα. Το Κολωνάκι, με εικόνες από Ασία, Ζεφύρι, και μια εσσάνς κακού γούστου φιλοξενεί ένα ανάμικτο δείγμα πληθυσμού, σπασμένα πεζοδρόμια, βρώμικες πλατείες, υπερτιμημένες υπηρεσίες και το χειρότερο, δεν ελέγχει τη μοίρα του.
(Votre Beaute, Ιούνιος 2009)